ΓΥΜΝΑΣΙΟ
Ποίηση
1ο βραβείο: Λέκκα Παρασκευή-Άρτεμις (8ο Γυμνάσιο Γλυφάδας)
Η Σμύρνη αφηγείται…
Μια πίκρα κυλάει από τα χείλη μου, είναι το μόνο που μου έχει απομείνει άλλωστε. Χωρίς δυνάμεις, έχω πέσει στα γόνατα, πάνω στη γη μου και γύρω μου το μόνο που αντικρίζω είναι συντρίμμια από την πύρινη λαίλαπα.
Έτσι θα είχαν φανταστεί οι αντίζηλοί μου το άδικο τέλος μου.
Στο παρελθόν, είχα υποστεί σφαγές, κατακτήσεις και λεηλασίες, αλλά παρ? όλα αυτά, όλοι θυμόντουσαν τη «χρυσή εποχή μου». Πλήθος λαών με διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες καθόριζαν την πολύπλευρη μορφή μου. Ξεχωριστή προσωπικότητα από τις υπόλοιπες, με τους κατοίκους μου να αυξάνονται όλο και περισσότερο και στη συνέχεια το εμπόριο μου να αναπτύσσεται. Σε εμένα, η καθημερινότητά τους ήταν ευχάριστη, ανάμεσα στα μετάξια των κυριών, στα μουσικά μεζεδοπωλεία και στους καφενέδες.
Όλα αυτά όμως, επισκιάστηκαν και έσβησαν μέσα στα σίδερα και στη φωτιά. Η αιματηρή τραγωδία έμελλε να ξεκινήσει στα τέλη του ελληνοτουρκικού πολέμου, από τότε, χιλιάδες ζωές έχουν χαθεί.
Η άλλοτε ευδιάθετη προκυμαία μου είχε αλλάξει όψη και κλίμα? τίποτα δεν θύμιζε τον παλιό μου εαυτό.
Έτρεχα απεγνωσμένη με την ελπίδα μου να λιγοστεύει αλλά ποτέ να εξαντλείται. Ο ξεριζωμός, η μαύρη σκόνη που τα είχε σκεπάσει όλα και η απόγνωση «χάραξαν» την ψυχή μου. Στο μυαλό μου όμως, πάντα θα θυμάμαι την πλευρά μου με την πνευματική και πολιτιστική ανάπτυξη, τα εκπαιδευτήρια και τα χαρούμενα πρόσωπα!
2ο βραβείο: Χριστοφορίδου Άννα (5ο Γυμνάσιο Καλλιθέας)
Μικρασιατική καταστροφή
Είδα έξω από το παράθυρο, τα πουλιά να φεύγουν
Και μονολόγησα στον εαυτό μου «αχ τι μας περιμένουν»
Άκουσα μαύρα κοράκια να ουρλιάζουν
Και κάποια παιδάκια να φωνάζουν
Τον δρόμο κοίταξα προσεχτικά
Και είδα αίματα με μιας
Και μετά ήχοι, παντού ήχοι
Τσιρίδες και κραυγές
Όλων των παιδιών οι φωνές
Κλάματα και ουρλιαχτά αγωνίας
Θλίψη και ο πόθος της ηρεμίας
Άκουσα την καρδιά μου να χτυπά δυνατά
Και είχα δάκρυα στην ματιά
Αναρωτιέμαι αν υπάρχει λίγη ανθρωπιά
Θέλω λίγη γαλήνη στην καρδιά
Κοιτάζοντας πιο μακριά είδα την μάνα μου πεσμένη
Έτρεξα κοντά της και ήταν μέσα στα αίματα βαμμένη
Αλλά δεν πρόλαβα να πω πολλά
Μου στέρησαν τα δάκρυα με μια μαχαιριά
Ξύπνησα στα ξαφνικά
Σε ένα δωμάτιο οικείο
Κοίταξα γύρω μου
Και είδα ένα βιβλίο
Το άνοιξα προσεχτικά και τα χαρτιά της ιστορίας
Έγραφαν η καταστροφή της Μικράς Ασίας.
Πεζό
1ο βραβείο: Πέτσας Γεώργιος (Πρότυπο Γυμνάσιο Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης)
Για έναν καλύτερο κόσμο γεμάτο λουλούδια
Ήταν ένα βράδυ του 1922 που άλλαξε για πάντα τη ζωή του Κωστή και του Εμίρ, αλλά και χιλιάδων άλλων ντόπιων που κατοικούσαν στη Σμύρνη. Επρόκειτο για δύο νεαρά αγόρια, τα οποία γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στη Μικρά Ασία από Έλληνες και Tούρκους γονείς αντίστοιχα. Από μικροί σχεδίαζαν να γίνουν ναυτικοί και να οργώνουν μαζί το απέραντο Αιγαίο με τις βάρκες τους. Ήλπιζαν σ? ένα λαμπρό μέλλον.
Άνω Μαχαλάς
Ήταν 9 η ώρα το βράδυ. Το κατάμαυρο πέπλο της νύχτας αγκάλιαζε όλη την πόλη, ενώ το φεγγάρι φαινόταν αχνά απ? το βάθος του ουρανού. Ο νεαρός Εμίρ κοιτούσε το άδειο σοκάκι απέναντι απ? το παράθυρό του. Ήταν βυθισμένος σε ατελείωτες σκέψεις, οι γονείς του ήταν πιο νευρικοί απ? ότι συνήθως· ο πατέρας του κλειδωνόταν για ώρες στο δωμάτιο και ξεφύλλιζε ανήσυχα τις εφημερίδες, ενώ άκουγε τη μητέρα του να σιγοκλαίει τα βράδια. Χωρίς να ξέρει τον λόγο, το περιβάλλον στο σπίτι και στην πόλη είχε γίνει πιο καταθλιπτικό, αλλιώτικο από παλιά.
Ο μοναδικός λαμπτήρας που φώτιζε το σοκάκι αναβόσβησε μερικές φορές κι έπειτα έκλεισε. Η γειτονιά βυθίστηκε σ? ένα αποπνικτικό σκοτάδι. Το νεαρό αγόρι πλάγιασε στο περβάζι του παραθύρου και ένιωσε το φθινοπωρινό αεράκι να χαϊδεύει γλυκά το πρόσωπό του. Έκλεισε τα μάτια του και άρχισε να φαντάζεται τον εαυτό του και τον Κωστή να πλέουν σε μια ήρεμη γωνίτσα του Αιγαίου, εκεί όπου τίποτα δε θα αναστάτωνε το μυαλό τους.
Συνοικία Γυαλάδικα
Ο Κωστής ξύπνησε από ένα σκούντημα της μητέρας του. Τον είχε χώσει στην αγκαλιά της και τον φιλούσε με τα μάγουλά της γεμάτα καυτά δάκρυα. Το ρολόι σήμανε πέντε ακριβώς. Το νεαρό αγόρι μπορούσε να ακούσει την καρδιά της που χτυπούσε ασταμάτητα, σαν ταμπούρλο. «Μητέρα, τι έγινε;» ξεφώνισε ανήσυχα, «πού είναι ο πατέρας;». Η γυναίκα πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεφύσησε. «Τον?τον σκότωσαν», είπε με τρεμάμενα λόγια. Ο Κωστής γούρλωσε τα μάτια του και κοίταξε απορημένος τη μητέρα του. Το νεαρό αγόρι ούρλιαξε απ? τον φόβο του. «Μαμά, τι εννοείς; Ποιοι; Ποιοι το έκαναν;».
Χωρίς να απαντήσει στην ερώτηση του γιού της, τον τράβηξε σφιχτά απ? το χέρι και έτρεξε μαζί του προς την εξώπορτα. «Απάντα μου!» φώναξε νευρικά, αλλά η μητέρα του έκανε νόημα να σωπάσει. Γύρισε το πόμολο και το θέαμα που αντίκρισαν ήταν κάτι παραπάνω από τρομακτικό· Υπήρχαν εκατοντάδες άντρες και γυναικόπαιδα που έτρεχαν αλλόφρονες προς την ακτή, κυνηγημένοι από Τούρκους στρατιώτες που τους σημάδευαν με τα όπλα τους. Ο Κωστής μπορούσε να ακούσει τις κραυγές αθώων ανθρώπων, τα βογγητά των μισοπεθαμένων στα πεζοδρόμια και τα σπαθιά να σκίζουν τον αέρα. Δεν είχε τη δύναμη όμως να κλάψει, να ουρλιάξει ή να κουνηθεί. Βρισκόταν κοκαλωμένος στο κεφαλόσκαλο του σπιτιού του, με την μητέρα να του σφίγγει το χέρι. Το νεαρό αγόρι γράπωσε και έκλεισε την πόρτα μ? έναν εκκωφαντικό κρότο. Πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε τη μαμά του σαν να ήταν η στερνή φορά. «Γιέ μου» του είπε απαλά, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της, «θα πάμε στην προκυμαία και θα μπεις σε όποια βάρκα βρεις μπροστά σου. Δε θα είσαι μόνος. Κινδυνεύουμε εδώ !!!». Ο Κωστής της έγνεψε καταφατικά, αν και είχε άπειρες ερωτήσεις να στριφογυρίζουν στο μυαλό του. «ΔΕ θα με περιμένεις!» Το αγόρι άνοιξε το στόμα του να παραπονεθεί αλλά τον πρόλαβε η μητέρα του. «ΔΕ θα με περιμένεις! Όχι! Η θάλασσα θα σε οδηγήσει σ? ένα τόπο μακρινό και γεμάτο λουλούδια». Χωρίς να πει τίποτα άλλο, τον αγκάλιασε σφιχτά, τόσο σφιχτά που το αγόρι πονούσε. Αλλά του άρεσε αυτός ο πόνος. Ένιωθε ασφάλεια?
Η μητέρα του Κωστή ξαφνικά τον άφησε και άνοιξε την πόρτα διάπλατα. Κοιτάχτηκαν στα μάτια για μερικά δευτερόλεπτα κι έπειτα ξεπήδησαν στο σοκάκι. Άρχισαν να τρέχουν. Να τρέχουν χωρίς σταματημό. Μπρος και πίσω τους δεκάδες άνθρωποι αφήναν την τελευταία τους πνοή από το αδυσώπητο μένος της φωτιάς και του σπαθιού των Τούρκων. «Αλτ!» ακούστηκε μια βαριά φωνή ακριβώς από πίσω τους. «Τρέχα, Κωστή!» ούρλιαξε η μητέρα του νεαρού. «Θα ανταμώσουμε σ? έναν καλύτερο κόσμο! Σ? έναν κόσμο γεμάτο λουλούδια!». Το αγόρι άκουσε έναν υπόκωφο γδούπο και είδε την μητέρα του πεσμένη στο δρόμο. Στο πρόσωπό της όμως, σχηματίστηκε ένα αχνό ζεστό χαμόγελο. Ένα χαμόγελο που έδωσε τη δύναμη στον Κωστή να τρέξει πιο γρήγορα. «Για έναν καλύτερο κόσμο γεμάτο λουλούδια!».
Όσο έτρεχε, το νεαρό αγόρι κοιτούσε γύρω του αποσβολωμένο από το όλο θέαμα· ολόκληρα κτίρια είχαν τυλιχτεί σε φλόγες, ενώ ο γκρίζος καπνός είχε σχηματίσει ένα θεόρατο κατάμαυρο σύννεφο που τεντωνόταν στον ουρανό. Όλες οι όμορφες στιγμές σε τούτα τα σοκάκια μαζί με τον Εμίρ που έτρεχαν ξέγνοιαστοι και ανέμελοι, αλλά και με τους γονείς του που αγόραζαν παγωτά και περπατούσαν ως την ακροθαλασσιά κάθε δειλινό, καταπίνονταν τώρα απ? την φωτιά που μαζί της σάρωνε και ό,τι άλλο έβρισκε μπροστά της.
Προκυμαία
Μετά από λίγο, ο Κωστής διέκρινε τα κύματα της θάλασσας που μαστίγωναν την αμμουδιά. Υπήρχαν μερικές βάρκες που έπλεαν στην επιφάνεια του νερού και όσοι προλάβαιναν, χώνονταν και κρύβονταν μέσα. Το πλήθος ήταν τεράστιο και δεν ήξερε εάν θα τα καταφέρει· τότε όμως, πρόσεξε με την άκρη του ματιού του μία γνώριμη φιγούρα. Μα φυσικά, ήταν ο Εμίρ! Αλλά είχε αλλάξει πάρα πολύ απ? την τελευταία φορά που συναντήθηκαν. Τα μαλλιά του ήταν ακατάστατα και τα μάτια του είχαν μαυρίσει απ? τα δάκρυα. Οι ρυτίδες που απλώνονταν σ? όλο του το πρόσωπο φανέρωναν κούραση και εξάντληση. Ο Εμίρ, δίχως να περιμένει λεπτό, έτρεξε καταπάνω του και τον αγκάλιασε. Ο Κωστής τον κοίταξε έκπληκτος, «Γιατί είσαι και εσύ εδώ; Που είναι γονείς σου;» Το αγόρι βαριαναστέναξε. «Τα χαράματα μπήκαν στο σπίτι μας Τούρκοι γείτονές μας και τους αρπάξαν. Τους έσυραν έξω δεμένους και ουρλιάζοντας. Εγώ κατάφερα να το σκάσω. Τα τελευταία λόγια που μου είπαν ήταν να έρθω στην Προκυμαία και να φύγω με τους Έλληνες». Χωρίς ν? ανταλλάξουν άλλη κουβέντα, οι δύο φίλοι πιάστηκαν χέρι-χέρι και χώθηκαν στην πρώτη βάρκα που αντίκρισαν. Σε μία ξύλινη βαρκούλα που ήταν έτοιμη να βουλιάξει απ? το βάρος του πλήθους που σκαρφάλωνε πάνω της. «Κρατηθείτε!» ούρλιαξε ένας άντρας και τους έσπρωξε μέσα στα βαθιά. Ο Κωστής και ο Εμίρ αγνάντευαν για μια τελευταία φορά τον τόπο που μεγάλωσαν κι έζησαν -την πατρίδα τους- όσο παρασύρονταν απ? τα κύματα του πελάγους.
Η Σμύρνη ήταν τυλιγμένη στις φλόγες. Μπορούσαν να δουν από μακριά τον ναό του Αγίου Γεωργίου που ήταν έτοιμος να καταρρεύσει. Χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τις ζωές τους και εκατοντάδες παιδιά έμειναν ορφανά, μονάχα για μερικά εδάφη αυτής της γης. Ο κόσμος ήταν τόσο μπερδεμένος στο μυαλό τους· είχαν αγανακτήσει? Παρ? όλα αυτά, ταξίδευαν σαν ναύτες σε μια γωνίτσα του Αιγαίου, με τα κύματα να τους σπρώχνουν μακριά απ? τη Σμύρνη. Μια στερνή ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο είχε απομείνει στην καρδιά τους. Μια ελπίδα για έναν κόσμο γεμάτο λουλούδια και χαρά?
Πειραιάς – 1982
Ο Κωστής και ο Εμίρ είχαν πια συμπληρώσει 70 έτη ζωής. Πριν από 60 ολόκληρα χρόνια, μετά από ένα αβέβαιο ταξίδι στο Αιγαίο Πέλαγος και περιπλάνησης σε μερικά ελληνικά νησιά, κατέληξαν στον Πειραιά.
Ο Εμίρ κάποια στιγμή έμαθε ότι ο πατέρας του και η μητέρα του πέθαναν βασανισμένοι στα βαθιά μπουντρούμια της Ανατολής, επειδή μέρες πριν τον μεγάλο διωγμό βοήθησαν πολλούς Έλληνες να δραπετεύσουν και να σώσουν τις ζωές τους.
Εκτός από τρισευτυχισμένοι πατεράδες, έγιναν και γενναίοι ναυτικοί που παρέα όργωσαν τις επτά θάλασσες και ανακάλυψαν τον πιο αμύθητο θησαυρό: την αξία της φιλίας.
1ο τιμητικό βραβείο: Μαζιώτη Χριστίνα (19ο Γυμνάσιο Αθηνών)
Δάκρυα Νοσταλγίας
Δεν πρόλαβα να αποχαιρετήσω τους γονείς μου. Ουδέ να εξηγήσω τον θάνατό τους. Οι μόνοι που μου είχαν απομείνει, ήταν τα τρία μεγαλύτερα αδέλφια μου ο Γιώργος, ο Αντώνης, η Μαρία και ο θείος Γιάννης. Ο θείος Γιάννης ήταν τσαγκάρης. Εμείς δουλεύαμε μαζί του. Ο καθένας έκανε κάτι διαφορετικό και στο σπίτι έτρωγε ανάλογα.
Ο Γιώργος ήταν στο ταμείο. Ήταν ο μόνος που ήξερε να λογαριάζει αφού πρόλαβε να τελειώσει τις τέσσερις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Είχε όνειρα και κλίση στα ιστορικά. Ήθελε να πάει στην Ευαγγελική σχολή αλλά, όταν έφυγαν οι γονείς μας για τον ουρανό, τα οικονομικά μας ζόρισαν. Ίσως γι?αυτό ήταν και ο πιο λιγομίλητος από όλους.
Ο Αντώνης κι εγώ δουλεύαμε στα καλαπόδια. Όταν φτιάχναμε ωραία κομμάτια, ο θείος τα μοσχοπουλούσε κι έβγαζε αρκετά. Παρόλο που πρόλαβε δυο τάξεις, δε θυμόταν πολλά. Όσο για μένα, δεν πήγα ποτέ. Είναι ο καημός μου αυτός. Κάθε φορά που γυρνούσα την κουβέντα στα γράμματα και στο σχολείο, ο θείος το περνούσε για χωρατό και με βαρούσε.
Η Μαρία καθάριζε το τσαγκαράδικο και έκανε τις δουλειές του σπιτιού. Το έκανε λαμπίκο, να ντρέπεσαι να μπαίνεις. Ωστόσο, ουδέ κι αυτή μπόρεσε να πάει σχολείο. Κι ήθελε να γίνει μυαλωμένη μάνα. Πώς όμως της τα ?φερε έτσι η ζωή! Σε όλους μας!
Ο θείος Γιάννης πήγαινε στον ταμπάκη και προμηθευόταν δέρματα και όλα όσα χρειαζόμασταν. Παλιότερα ασχολιόταν με το κυνήγι. Έφερνε κάτι λαγούς! Την καραμπίνα του την κρέμασε πάνω στο τζάκι, «για να θυμάται τους παλιούς καιρούς», που έλεγε κι ο ίδιος. Το τσαγκαράδικο ανήκε στον δικό του θείο. Του το χάρισε. Όσο για τη δική του καραμπίνα, την έχουμε κάνει διακοσμητικό στο μαγαζί.
Τούτη τη μέρα τη θυμούμαι σα να ?τανε χθες. Σεπτέμβρη μήνα είχαμε. Πολλή δουλειά είχε πέσει και κουραστήκαμε. Με παρακάλια ο θείος μας άφησε να ξαποστάσουμε καμιά ώρα. Με τούτη την ευκαιρία λοιπόν βγήκαμε για σεργιάνι. Σουλατσάριζα ανέμελος στους δρόμους της Σμύρνης. Παρόλο που δεν έχω ταξιδέψει ποτέ, την ξέρω σαν την παλάμη του χεριού μου.
Ξαφνικά είδα όλη τη Σμύρνη μαζεμένη στον κεντρικό δρόμο. Ένας Θεός ξέρει πώς έφτασα στην πρώτη σειρά και βρήκα τη Μαρία. Έδειχνε τρομοκρατημένη. Ο δρόμος ήταν γιομάτος με μια στρατιά πεζικό και ιππικό. Άρχισα να εντυπωσιάζομαι αλλά παρατήρησα τη σημαία της Τουρκίας παντού κι έναν στρατιώτη πάνω στο άτι του να με κοιτάζει υποτιμητικά. Όλοι ήταν φοβισμένοι και επικρατούσε σιωπή. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το βαρύ περπάτημα των στρατιωτών και ο καλπασμός των αλόγων. Έσπασα τη σιωπή:
- Τι θα μας κάνουν οι Τούρκοι; Τι θα μας κάνουν;
- Σσσς!, έκανε η Μαρία.
Όταν τελείωσε η παρέλαση, μια φωνή ακούστηκε:
- Να βγει ο κόσμος και να πάει στις δουλειές του δίχως να φοβάται!
Αλλά εγώ χάζευα μια μαούνα γιομάτη με Σμυρνιούς να φεύγει μέχρι που με βάρεσε από πίσω ο θείος:
- Γιατί δεν είσαι στα καλαπόδια; Σε περιμένω τόση ώρα!
- Θείε, είδα Τούρκους στρατιώτες και μια μαούνα με κόσμο να σαλπάρει. Δε νομίζεις πως πρέπει να φύγουμε κι εμείς;
- Τι κουτό που είσαι! Γιατί να φύγουμε από τη Σμύρνη;
Μου τράβηξε το αυτί και συνέχισε:
- Εδώ έχουμε όλα τα καλά του κόσμου!
Επιστρέψαμε στο τσαγκαράδικο. Έκατσα να συνεχίσω το ψίδι που είχα αφήσει στη μέση. Κάποια στιγμή άκουσα φωνές πανικού κι άρχισε να μυρίζει καμένο. Κοίταξα έξω από τη βιτρίνα. Βάλανε φωτιά στη Σμύρνη. Μια φωτιά που μας πλησίαζε όλο και πιο απειλητικά.
Καθώς τρέχαμε προς την πόρτα, ένας φλεγόμενος πάσσαλος έπεσε πάνω στον θείο. Αμέσως μπούκαραν κάτι Τούρκοι στρατιώτες κι έπιασαν τον Γιώργο αιχμάλωτο. Ο Αντώνης, άρπαξε την καραμπίνα. Ετοιμάστηκε να ρίξει αλλά ένας Τούρκος με γιαταγάνι τον έσφαξε πισώπλατα. Μαζί και τον Γιώργο.
Εγώ κατάφερα να κρυφτώ. Τα μάτια μου είχαν γεμίσει δάκρυα. Η Μαρία είχε εξαφανιστεί. Κοιτούσα μέσα στις φλόγες έχοντας στον νου μου μην μου έρθει κανένα γιαταγάνι. Τότε κάποιος άρπαξε το χέρι μου. Με τράβηξε έξω. Ήταν η Μαρία! Καταφέραμε να χωθούμε στο πλήθος που έτρεχε στο λιμάνι. Μπαμ! Μπουμ! Ακούγονταν οι πυροβολισμοί. Ένας ουρανοκατέβατος χτύπησε τη Μαρία κι έπεσε. Κάτι κρατούσε στα χέρια της αλλά δεν έβλεπα τι. Καθώς ήταν κοκαλιάρα, την πήρα στους ώμους μου και συνέχισα να τρέχω.
Όταν φτάσαμε στο λιμάνι, δεν υπήρχε κανένα πλοίο να μας πάρει. Πολλοί διάλεγαν τον θάνατο από την σκλαβιά. Αγκαλιάζονταν, έλεγαν τις τελευταίες κουβέντες, πνίγονταν. Η Μαρία σύρθηκε στην ακρογιαλιά. Ξάπλωσε στη θάλασσα και με κοίταξε. Κατάλαβα αμέσως. Βρήκα ένα κομμάτι ξύλο και την ξάπλωσα. Ανέβηκα στην ετοιμοθάνατη αδερφή μου. Έκανα τα χέρια μου κουπιά. Βγήκαμε στ? ανοιχτά.
Το αίμα της σχημάτιζε μια κόκκινη γραμμή όσο απομακρυνόμασταν από τη Σμύρνη που είχε τυλιχτεί στις φλόγες. Έκανα κουπί μα δε μπορούσα να δω καθαρά με τα πρησμένα από τα δάκρυα μάτια μου. Κάποια στιγμή διέκρινα μια μαούνα να πλέει. Προσπάθησα να τη φτάσω. Οι άνθρωποι μας είδαν και σταμάτησαν. Πήγαν να σηκώσουν τη Μαρία. Τους εμπόδισε. Με έπιασε από το χέρι και μου έδωσε αυτό που, με την τελευταία της δύναμη, κρατούσε έξω απ? το νερό. Ήταν η φωτογραφία όλης της οικογένειας.
- Τι κάνεις;
- Φύγε!
- Μπορείς να σωθείς, αδελφή μου! Θα σε πάμε στην Αθήνα, θα σε δουν γιατροί, θα γίνεις καλά, θα δεις.
- Φύγε! Άσε με εδώ. Άσε με να πεθάνω μαζί με τη Σμύρνη!
Έτσι κι εγώ την άφησα στη θάλασσα. Εκεί που πήγα να τη σπρώξω προς τη Σμύρνη μας ένα δάκρυ μου προσγειώθηκε στο μάγουλό της. Τότε πρόσεξα πως ήταν στεγνό. Δεν έκλαψε. Σα να ?ξερε πως ήταν γραφτό της. Έμεινα εκεί να τη βλέπω να απομακρύνεται, να πλησιάζει τα άλλα πτώματα στα παράλια της κόκκινης πια Σμύρνης. Κόκκινη από αίματα, κόκκινη από τις φωτιές?κόκκινη από την τουρκική σημαία.
- Έ, μικρέ! Έλα να κάτσεις μαζί μας, μου φώναξε ένας.
Γίναμε όλοι μια μεγάλη παρέα. Θυμούμαι μόνο τον Βασίλη, τον Ανέστη και τον Δημητρό. Μια βδομάδα κάναμε μέχρι να φτάσουμε στον Πειραιά. Μετά ο καθένας πήρε το δρόμο του.
Η Αθήνα ήταν αλλιώτικη. Τα σπίτια είχαν άλλον αέρα, μικρά παράθυρα και μεγάλα μπαλκόνια. Είχε και πλατείες τεράστιες. Βρήκα ένα παγκάκι και κοιμόμουν εκεί τρεις μέρες με τη φωτογραφία κρυμμένη βαθιά στην τσέπη μου. Κάθε τόσο την έβγαζα, την κοιτούσα και μονολογούσα: «Αχ! Όλη μου η οικογένεια εκεί ψηλά κι εγώ μόνος εδώ χάμω». Κάθε τόσο τα δάκρυά μου κυλούσαν κι έπεφταν στο έδαφος. Μέχρι και να σκοτωθώ, να πάω να τους βρω, σκεφτόμουνα. Αλλά η Μαρία πάντα μου έλεγε: «Η ζωή συνεχίζεται!», όταν μοιραζόταν τους καημούς της με μένα. Μου φερότανε σα μάνα. Δεν μ? έδειρε ποτέ. Μου είχε αδυναμία. Δεν ήθελα να τη στενοχωρήσω να μ? ανταμώσει στον παράδεισο.
Την τέταρτη μέρα στην Αθήνα, έκοβα βόλτες σε κάτι κεντρικούς δρόμους, όταν άρχισα να βλέπω γνωστά πρόσωπα. «Μάλλον θα ?ναι εδώ κι άλλοι Σμυρνιοί», σκέφτηκα. Ξαφνικά μια γνωστή μυρωδιά μ? άρπαξε από τη μύτη και με παρέσυρε στη βιτρίνα ενός ζαχαροπλαστείου. Μύριζε μπακλαβάς αλλά όχι ένας απλός μπακλαβάς.
- Κυρ Νικολιό, φώναξα, όταν τον είδα στο ταμείο.
Ο κυρ Νικολιός είχε στη Σμύρνη τον φούρνο που παίρναμε ψωμί κι όλο και κάτι μας κερνούσε. Έφτιαχνε τον καλύτερο μπακλαβά σε όλη την πόλη. Μου ?ρθαν πάλι δάκρυα στα μάτια. Ο κυρ Νικολιός με άκουσε κι έτρεξε κοντά μου. Το ζαχαροπλαστείο ανήκε στον αδελφό του. Και τώρα το μοιράζονταν μαζί με τις συνταγές τους. Όμως ο αδελφός του τον φώναξε από μέσα. Πριν φύγω με φίλεψε μία φραντζόλα ψωμί κι ένα κομμάτι μπακλαβά. Τον ευχαρίστησα και, αφού τρεις μέρες έτρωγα ό,τι έβρισκα σε καμιά αγορά ή στα σκουπίδια, άρχισα να τρώω με λαχτάρα.
Καθώς τελείωνα τον μπακλαβά, πέρασα μπροστά από ένα τσαγκαράδικο και χάζεψα τη βιτρίνα. Παρατήρησα πιο μέσα και είδα ένα πιτσιρίκι να φτιάχνει το φόντι ενός παπουτσιού. Ως έμπειρος τσαγκάρης είδα πολλά λάθη. Μου θύμισε τη δική μου αρχή. Τότε ένας άντρας ήρθε και το βάρεσε από πίσω. Το λυπήθηκα το μικρό. Έφαγα την τελευταία μου μπουκιά και μπήκα μέσα. Βρήκα το παιδί μόνο, έβαλα τη φωτογραφία στην τσέπη, το βοήθησα και μαζί φτιάξαμε ένα κομμάτι που δεν το βάνει ο νους.
- Βρε, πώς τα κατάφερες εσύ κι έφτιαξες κάτι τόσο ωραίο μόνος σου;
- Με βοήθησε ο νέος μου φίλος, πατέρα!
Ο πατέρας του με κοίταξε καλά και με ρώτησε:
- Σμυρνιός δεν είσαι συ;
- Ναι!
Έπειτα ήρθε η μητέρα και με ρώτησε:
- Έχεις σπίτι αγόρι μου;
- Όχι!
- Τι λες να μείνεις εδώ να σε φροντίζουμε εμείς και να βοηθάς τον Μανώλη;
- Ναι! Θα το ήθελα πολύ!
- Λοιπόν, έκλεισε! Καλωσήρθες στην οικογένεια! Τώρα πίσω στη δουλειά!
Εμείς ακούσαμε και γυρίσαμε στα καλαπόδια.
- Ώστε σε λένε Μανώλη;
- Ναι!
- Λοιπόν, Μανώλη, θα σε μάθω να φτιάχνεις κομμάτια υπέροχα!
- Ανυπομονώ!
Εκτός από δάσκαλος θα γινόμουν και μεγάλος αδερφός. Αφού είναι έξι χρονών αυτός κι εγώ οχτώ. Έβαλα το χέρι μου στην τσέπη. Έβγαλα τη φωτογραφία, την κοίταξα για λίγο. Με βήμα αργό, αλλά αποφασιστικό, πήγα στο ράφι που ήταν πάνω από το ταμείο. Εκεί στο κέντρο του την έστησα για να τη βλέπω. Ένα ακόμα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό μου. Μόνο που αυτό δεν ήταν δάκρυ νοσταλγίας, ήταν δάκρυ χαράς και περηφάνιας.
2ο τιμητικό βραβείο: Ιόβου Βερόνικα (5ο Γυμνάσιο Αιγάλεω)
Τα όνειρα
ΜΥΡΤΏ:
Η Μικρασιατική Καταστροφή ήταν σίγουρα η χειρότερη εμπειρία της ζωής μου. Θυμάμαι κάθε λεπτομέρεια, κάθε αίσθημα.Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Οι λόγοι που επιβίωσα ήταν τρεις: η τύχη, η τύχη και ο Άρης. Το όνομά μου Μυρτώ, 13 χρονών και είμαι Σμυρνιώτισσα.
Η παιδική μου ηλικία συνέπεσε με τη χρυσή εποχή της Σμύρνης, και τις πιο σκοτεινές στιγμές της.Τότε κυριαρχούσε η ευτυχία, η ευπορία και η ειρήνη.Πάντοτε διέφερα από τον οποιονδήποτε, είχα φαντασία που ταξίδευε πολύ πέρα από το λιμάνι της πόλης μου.Για αυτό ήταν πολύ δύσκολο να βρω φίλους που με αποδέχονταν, αλλά σύντομα το συνήθισα και αποφάσισα πως δεν χρειαζόμουν φίλους, είχα στήριξη από την οικογένειά μου δηλαδή οι γονείς και πέντε παιδιά.Συνήθως έμενα κλεισμένη, πέρα από το σχολείο.Ήθελα να βοηθάω, αλλά αγαπούσα πολύ την ελευθερία για να θέλω να μένω στο σπίτι.
ΑΡΗΣ:
Η Μικρασιατική καταστροφή ήταν ένας θρήνος για τον ελληνισμό και για μένα, αλλά χωρίς αυτή δεν θα γνώριζα ποτέ το πιο σημαντικό άτομο στη ζωή μου, τη Μυρτώ.Με λένε Άρη και είμαι 15 χρονών, Έλληνας από την Εύβοια. Από μικρός μου ήταν δύσκολο να κάνω φίλους καθώς δε μπορούσα να πλησιάσω κανέναν, παρόμοια δεν με πλησίαζε κανείς.Φυσικά δεν είμαι μόνος μου,στο σπίτι ήμασταν η μητέρα, ο πατέρας, εγώ και η Άννα.Αυτοί πάντα με δέχονταν εκτός από τον πατέρα ήθελε να φέρομαι ?αντρίκια? δηλαδή σκληρά, ψυχρά, αναίσθητα.Εμένα μου αρέσουν τα βιβλία, η δημιουργικότητα, η τέχνη και όποτε δεν μου επιτρέπεται να τα έχω αυτά νιώθω σαν να μην έχω ελευθερία πλέον.
ΜΥΡΤΩ:
Ένα από τα πράγματα που έχουμε κοινά με τον Άρη είναι η αγάπη για την τέχνη. Μια μέρα όταν προσπαθούσα να κρεμάσω μια ζωγραφιά που μου άρεσε στον τοίχο, παρατήρησα πως ο τοίχος ήταν κούφιος από τη μια πλευρά του.Όταν το κοίταξα και από έξω, ο τοίχος ήταν πολύ χοντρός για να έχει εσωτερικά μόνο τούβλα.Σκέφτηκα να το ελέγξω και χάρη σε ένα περιστατικό επιζήμιο για έναν διαφορετικό τοίχο, διδάχτηκα πως η ανάμειξη κιμωλίας και νερού σε μια πάστα, καλύπτει μικρά ελαττώματα αρκετά για να μην φαίνονται.Έτσι με μια πέτρα και μια βίδα έφτασα το κενό του τείχου, ενώ με ένα μικρό πετραδάκι και κλωστή είδα το βάθος του κενού, το οποίο αργότερα μέτρησα και είδα πως φτάνει λίγο χαμηλότερα από το πάτωμα κάνοντάς το ευρύχωρο.Μετά από αρκετό καιρό και πολλές αγγαρείες κατάφερα να πείσω τον πατέρα μου να το κοιτάξουμε από έξω και μέσα από το πάτωμα του δωματίου μου, το κενό που σύντομα έγινε το ”στέκι” μου.Ήταν σαν να βρσκόμουν σε μια ευρύχωρη ντουλάπα και υπήρχε χωρος για ένα άτομο και αρκετά πράγματα.Κάποιος το έιχε φτιάξει εσκεμένα, φαινόταν από τα πολύ μικρά ψηλά ράφια.Μου άρεσε η αποκλειστικότητα και μοναδικότητά του.
ΑΡΗΣ:
Στην Εύβοια λίγο καιρό πριν τον όλεθρο και μετά την επάνοδο του βασιλειά Κωνσταντίνου υπήρχε φτώχεια, ο λαός ήταν εξαθλιωμένος και μετά από έναν χρόνο πολιορκίας στη Μικρά Ασία ήταν ελπιδοφόρος, πίστευε στην δικαίωση της μεγάλης ιδέας.Προσωπικά ήμουν ευτυχισμένος στη σκέψη ενός ενωμένου ελληνισμού, δεν ήξερα ωστόσο ότι η ένωση του ελληνισμού ήταν δυνατός μέσω της προσφυγιάς.Όσο για τους άλλους, κανείς δεν σκεφτόταν για την επανένωση του ελλήνισμού πλέον, ο πόνος και η φτώχεια είχαν προτεραιότητα στη ζωή των ανθρώπων κάτι που οι πολιτικοί της χώρας μας αγνοούσαν εντελώς.
ΜΥΡΤΩ:
Στη Σμύρνη ο καιρός πριν το τέλος ήταν γεμάτος ελπίδες και χαρές.Όταν πρωτοακούστηκαν τα νέα για την Ελλάδα, ο πατριωτισμός αναζωπυρώθηκε και μια ολόκληρη νύχτα ράβαμε σημαίες, αναμενόμενοι την λύτρωση.Αυτή δεν ήρθε ποτέ. Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο αυξάνονταν οι φήμες και μαζί με αυτές ο φόβος για το τι θα συμβεί.Ο λαός της Σμύρνης με την καρδιά οδηγό αγνοούσε κάθε στοιχείο που οδηγούσε στην ήττα των Ελλήνων.Ακόμα και όταν ο ελληνικός στρατός υποχωρούσε, ο λαός είχε πίστη.Πολλοί λίγοι και ξύπνιοι σώθηκαν.Βέβαια χωρίς τον Στεργιάδη θα είχαν σωθεί πολλοί περισσότεροι, αντίθετα έσωσε το τομάρι του αφήνοντας τον κόσμο να καεί ·ανάμεσά του και εμείς· για να μην φέρει προβλήματα στο ελληνικό κράτος.
Ο πατέρας μου είχε εμπιστοσύνη στη διοίκηση ενώ εμείς είχαμε σε αυτόν.Από τη μέρα που είδαμε την πρώτη ομάδα Ελλήνων στρατιωτικών να καταφεύγει, άρχισα να βλέπω κάθε μέρα το ίδιο φρικιαστικό όνειρο.Ήμουν όρθια απέναντι στο παράθυρο χωρίς να έχω ακόμα τις αισθήσεις μου.Μπροστά μου έβλεπα τον κόσμο να τρέχει και παρόλο που προσπαθούσαν να ξεφύγουν, ο καθένας έμενε στάσιμος.Πάνω από τα κεφάλια τους είχαν φωτιές που όσο πιο πολύ έτρεχαν τόσο πιο πολύ εξαπλώνονταν.Ελάχιστοι ήταν σώοι και αυτοί έμεναν στάσιμοι θρηνώντας. Από άλλα παράθυρα έπεφταν άπειρα αντικείμενα πολύτιμα, βουτηγμένα σε αίμα.Πέθαινα για να κραυγάσω αλλά δεν μπορούσα να το κάνω. Έπειτα άκουγα τρεις δυνατούς χτύπους από την πόρτα, και εκεί ξυπνούσα.Όταν πια επέστρεφα στην πραγματικότητα, τα ρίγη με κυρίευαν και έσταζε κρύος ιδρώτας από πάνω μου.Είχα το προαίσθημα πως κάτι πραγματικά κακό μας περίμενε τους Σμυρναίους.
Γρήγορα μάζεψα ό,τι κονσέρβα και τρόφιμο που μπορούσα να κρατήσω, τα έβαλα στο ? στέκι?? μου και σώπασα.Ένιωσα σαν ένα βάρος να έχει φύγει, αλλά οχι εξαφανιστεί. Την ημέρα που έφυγε ο Στεργιάδης 26 Αυγούστου 1922, είδα την συνέχεια του ονείρου. Μόλις γύρισα προς στην πόρτα, ξαφνικά βρίσκομουν στην Μητρόπολη της Σμύρνης και εκεί υπήρχαν έξι τάφοι και βλέπω τα μέλη της οικογένειας μου να μπαίνουν μέσα σε αυτούς.Για άλλη μια φορά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα ειδικά ενώ απομακρυνόμουν.Εκεί πετάχτηκα από το κρεβάτι και με ταχύτητες που κανένας άνθρωπος δεν έχει ξαναφτάσει, σήκωσα όλη την οικογένεια και τους προειδοποίησα, μα ήταν αργά… πολύ αργά.
Άρχισαν λοιπόν να οργανώνονται, διώχνοντάς εμένα να κλειστώ στον τοίχο με την ελπίδα να μην με βρουν, αλλά δεν χρειάζεται να με βρουν για να με πληγώσουν.Υπάκουσα και κλείστηκα στον τοίχο, μπορούσα μόνο να περιμένω.Η σιωπή της αναμονής ήταν το χειρότερο.Σαν το ήμερο αεράκι που υποδέχεται την καταιγίδα. Έτσι και εμείς περιμέναμε τον όλεθρο, γνωρίζαμε τι μας περιμένει.
ΑΡΗΣ:
Όταν πρωτοακούστηκαν στην Εύβοια φήμες για υποχώρηση του στρατού από τη Μικρά Ασία, η καρδιά μου σταμάτησε να χτυπάει για λίγο.Με κυρίευσε απέχθεια και ανησυχεία, όχι μόνο για τους συμπατριώτες μας, αλλά και για εμάς στην Ελλάδα.Το βράδυ της καταστροφής ξύπνησα στη μέση της νύχτας μέσα στον κρύο ιδρώτα και τον φόβο.Δεν ήξερα τι συνέβαινε, αλλά ό,τι και αν ήταν το μισούσα.
ΜΥΡΤΩ:
Μέσω της ακοής είδα το τέλος, τρεις χύποι στην πόρτα, ουρλιαχτά, αναμειγμένα με το κουδούνισμα χρυσαφικών και τους έντονους βηματισμούς στο πάτωμα από τους οποίους ταρακουνιόμουν ολόκληρη.Το άγχος, αναγούλα, η θλίψη, η απόγνωση, η αγωνία, ο φόβος είναι λέξεις που φαίνονται λίγες μπροστά στο τι ένιωθα.Ήμουν στα πρόθυρα του θανάτου με το παραμικρό άχνο.Αλλά δεν δείλιασα, απλώς έσφιξα τα δόντια και άκουσα ·δεν ήθελα να ξεχάσω ποτέ τον παραλογισμό και την απανθρωπιά του πολέμου, ή την αρρώστια που κουβαλάει το γένος του ανθρώπου, τον πόνο του λαού που πληρώνει το πιο ακριβό τίμημα ακόμα και αν είναι αθώος.Έπειτα άκουσα βήματα μέσα στο δωμάτιο.Γρήγορα έπνιξα τα δάκρυά μου και πάγωσα.Μετά από μια παύση και ένα αναστέναγμα αποχώρησε και εγώ περίμενα το μαρτύριο να τελειώσει.
Μετά από δύο νύχτες αγρυπνίας είδα σε όνειρο τον εαυτό μου στη μέση της θάλασσας περιτριγυρισμένη από ψάρια.Την μέρα κοιμόμουν και το βράδυ κολυμπούσα.Αυτό σήμαινε πως ήρθε η ώρα να φύγω και θα πρέπει να είναι νύχτα και μάλιστα η ερχόμενη.
Τότε χωρίς δεύτερη σκέψη βγήκα από την κρυψώνα μου χωρίς τον φόβο του θανάτου , θα ήμουν τυχερή αν γινόταν.Το τι αντίκρισα δεν έφτανε ούτε τον χειρότερό μου εφιάλτη. Σκόρπια σώματα, σκόρπιοι θάνατοι, τα πάντα καμμένα, από θαύμα δεν με έφτασε η φωτιά.Η θάλασσα γέμισε θύματα, ανθρώπους αθώους, κάποτε ευτυχισμένους.Πριν προλάβω να βρω μια νέα κρυψώνα, με τραβάνε δυο ζευγάρια χεριών.Αυτό ήταν με βρήκανε, ήρθε το τέλος, δεν είχα ούτε καν την ευκαιρία να γλιτώσω.Έβαλα την ψυχή μου στην προσπάθεια να τους ξεφύγω όταν ένας από αυτούς με πιάνει από τους ώμους με κοιτάει κατάματα και μου λέει:
– Δεν θα σε πειράξουμε.Ψάχνουμε για προμήθειες, για ένα ταξίδι στην Εύβοια, είμαστε οι τελευταίοι, χωρίς εμάς δύσκολα θα φτάσεις Ελλάδα.
Ήταν η τελευταία μου ελπίδα, προφανώς τους ακολούθησα.Ήμασταν γύρω στα 20 άτομα στη βάρκα, αλλά μας χώραγε.Κινούμασταν αργά και σταθερά, και με σκοπό να αποφύγουμε την τρέλα είπαμε ο καθένας την ιστορία του.Πώς χάσαμε τις οικογένειές μας, πώς βίασαν τις μάνες μας και τα παιδιά μας, πώς παραβίασαν τα σπίτια, τις περιουσίες μας, εμάς, πώς μας ξεκοιλιάσανε, πώς μας κάψανε και το χειρότερο πόσο το απόλαυσαν.
Όταν φτάσαμε δεν είχα συνειδητοποιήσει ακριβώς το μέγεθος της συμφοράς, ωστόσο στην Ελλάδα μας υποδέχτηκαν με βρισιές και με μίσος,έτσι αντιλήφθηκα τα πάντα.Δεν είχα κανέναν ήμουν εντελώς μόνη μου, στρυφογύριζα, έτρεχα, δεν ήξερα τι να κάνω, ήμουν μια αλλοδαπή και όχι πατριώτισσα, ένας εισβολέας, πρόσφυγας, πουθενά δεν ήμουν δεκτή.Μετά από λίγη ώρα που περυτριγύριζα χωρίς να ξέρω τι ψάχνω, τα πόδια μου υποχώρησαν.Πεινούσα, διψούσα, πόναγα, κάτι που με έκανε να σπαράζω και να κλαίω τόσο που έτρεμα ολόκληρη.Δεν αντιλήφθηκα την αγκαλιά του Άρη, μόνο την ζεστασιά την συμπόνοιας και την υγρασία των δακρύων του.
Από κει και πέρα ξεκίνησα την ζωή μου στην Εύβοια και με αρκετή υπομονή και στήριξη στάθηκα στα πόδια μου και επέστρεψα στην κανονικότητα.Για μια φορά είχα φίλο, αλλά χωρίς την οικογένεια, γιατί έπρεπε να έχω μόνο ένα;Το τραύμα μου δεν με εμπόδισε από το να ζήσω μια ευτυχισμένη ζωή, με τον σωσία μου, την αδελφή ψυχή μου. Ο Θεός με έσωσε μέσα από τα όνειρά του για να δεθούν δυο άνθρωποι αιώνια δεσμευμένοι.
ΛΥΚΕΙΟ
Ποίηση
1ο βραβείο: Σαρχουσούδης Θεμιστοκλής (Πρότυπο Γεινικό Λύκειο Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης)
Νεαρόν Π?ρ
Τώρα να ξαναφύσαγε σαν τότες
Θεόπνευστος άνεμος Πουνέντες
Για στόλους κι αιώνες άλλους
Για μια στιγμή κι ένα καράβι έστω
Λίγα στ? αμπάρι θα ?βαζα πράγματα
Δυο κυανόμορφοι αμφορείς άδειοι
Αύριο για να γεμίσω τον έναν
Αν θέλω κάποτε σπάζω τον άλλον
Ένας κότινος θαλερός θα κιτρινιάζει
Σε νεόφυτους λευκούς βοστρύχους
Ίσως αν βρω ένα παλιό επίγραμμα
Σ? έναν βωμό επάνω να σκαλίσω
Κοίλα τα πλοία ο νους μου σκάρωσε
Και στα νεώρια αράξαν των ονείρων
Δικών μου μα γεννημένων πριν απο ?μένα
Ποια νηνεμία στον λιμένα με κρατά;
Ο Πρώτος Άποικος προσεύχεται.
Ο χρησμός του Μαντείου τι να σημαίνει;
– Η φλόγα καίει, θα με προδώσει πάλι.
– Ο Φοίνιξ αφήνει τις στάχτες έμπυρος.
– Ολόφωτο αν με δουνε, θα ορμήσουν.
– Αδιάβατο το σκοτάδι, χωρίς το φως
Πώς θα τους δεις και θα σε δούνε;
Όσους γυρεύεις, όσους προσμένουν
Ο τυφλός ραψωδός κι ο πολυλογάς ο δούλος
Στην οδό που ένωνε την Πέργαμο και την Έφεσο
Λίγο πιο μέσα, ενός αθανάτου το βαρύ πτώμα
Ο σταυρός που σήκωσε ο τελευταίος Ακρίτας
Μια νυχτωδία σαν μυρωδία σε οδηγεί, βασιλικού
«Βλέπω αν φύγεις, μια φωτιά να καίει, ανέσπερη».
2ο βραβείο: Ευφραιμίδου Κωνσταντίνα (Πρότυπο Γεινικό Λύκειο Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης)
Η ΜΑΝΑ ΘΑΛΑΣΣΑ (για την Σμύρνη)
Πώς την φωτιά να σβήσω την τραχιά
Και βάρκα καλοτάξιδη κορμί μου εγώ να κάμω
Τούτους τους δόλιους Ιώνες βαθιά μου να λουφάξω
Έμβρυα αγέννητα, ιερά, κακό μην απαντήσουν
Ζητούν το χέρι μου ταχιά, βοήθεια να δώσω
Αλοίμονο! Σ΄ εμένανε, την θάλασσα, προστρέχουν
Κι εγώ αεικίνητη, ψυχρή, αρμύρα, αντάρας σώμα
Που οι άνεμοι προστάζουν τον οίστρο τον δικό μου
Σκύβω βαριά, δυσκίνητη και στα μπουγάζια γνέφω,
μ΄ Έλληνες μεσ΄ τα σπλάχνα μου κατάφορτη σαλεύω
Κοπάστε αέρηδες αψείς, να σώσω τα παιδιά μου!
Δε βλέπετε που ζώστηκα κορμιά νεκρά και αίμα;
Τουλάχιστον αφήστε με ευπρόσιτη να γίνω
Κι ο Αίολος λυπήθηκε με το κακό που εφάνη!
Μεσ΄ την ποδιά της θάλασσας αφροί, νεκροί και ζώντες
Κ΄ οι ανέμοι καταλάγιασαν και φάνηκεν η Σμύρνη
Καιόμενη, ασάλευτη, βροτών ο αιώνιος τάφος
Κι ας ήτανε το στόλισμα της Οικουμένης όλης!
Λυθήκανε τα άλμπουρα και τα σκαριά γλιστρήσαν
Στ΄ αυλακωμένο, τ΄ αλμυρό, θαλασσινό μου υφάδι
Αχολογούσε η τουρκιά, στη προκυμαία, ΄λυχτούσε
Και τα σπαθιά τα ρυπαρά εκράδαιναν με λύσσα
Άρχισε τότε το νερό ξεριζωμού τραγούδι…
Ώρα καλή σας Έλληνες, αρχαία Ομήρου φύτρα!
Εστίες πάλι αφήκατε, όλεθρος η θωριά σας
Πόντο σας στρώνω και στρατί, Πατρίδα για να βρείτε
Δωδώνη, Δήλο, Δίον, Δελφούς, την ύβριν τους να πείτε
Την Σμύρνη Τούρκοι εκάψανε, λαμπρό μνημείο και κάλλος
Πως η Ιωνία χάθηκε στον Τάρταρο, στο Χάος
3ο βραβείο: Κουλουριώτη Ελεάννα (Πρότυπο Γεινικό Λύκειο Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης)
Γάμος ατέλεστος
Οργή και πόνος κυρίεψαν τα μάτια μου
Έσβησε και η τελευταία μου ελπίδα
Θέλει να παρασύρει τα κομμάτια μου
Μια αιματοβαμμένη καταιγίδα
Ηχούν τα λυσσασμένα κύματα
Μα τίποτα ο παφλασμός δεν κρύβει
Κλάματα, πανικοβλημένα βήματα
Χαράζονται κάτω από τη στίλβη
Νότες και αρώματα που στόλιζαν τη Σμύρνη μας
Σβήστηκαν από την ορμή του μίσους
Έγιναν όπλα που χαράχτηκαν στη μνήμη μας
Κραυγές και ουρλιαχτά του πλήθους
Καπνός που φανερώνει θάνατο
Σμίγει με σύννεφα θλιμμένα
Θρηνούν κάθε νεκρό άψαλτο
Και όνειρα αδικοχαμένα
Αίμα από σώματα νεκρά
Ο τόπος απόψε πλημμυρίζει
Του αθώου λαού μου η συμφορά
Αιώνια την ψυχή μου σκίζει
Με σημαδεύει των ανθρώπων μου η σφαγή
Της μάνας μου το τελευταίο χάδι
Η σκέψη μου θα μένει πάντα εκεί
Στις ρίζες που κοπήκαν σε ένα βράδυ
Στην προκυμαία στέκει η αγάπη μου
Με νυφικό κατάλευκο την ευτυχία να ψάχνει
Στο σώμα της κυλάει το δάκρυ μου
Σε φόρεμα κόκκινο και μαύρο, βαμμένο από στάχτη?
Πεζό
1ο βραβείο: Μπεζιργιαννίδης Χρήστος (Πρότυπο Γεινικό Λύκειο Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης)
Κοκόρο Ιτάι
Νέα Σμύρνη, 23/09/2022
Αγαπητό ημερολόγιο,
Είχα αρκετό καιρό να σου γράψω, αλλά οι τελευταίες μέρες ήταν αρκετά δύσκολες. Εδώ και μία εβδομάδα ο παππούς Διονύσης δεν ήταν καθόλου καλά και δυστυχώς προχθές το πρωί κατέληξε. Σήμερα ήταν η κηδεία του και έτσι του είπαμε το τελευταίο αντίο. Ήταν πολύ γλυκός άνθρωπος ο παππούς Διονύσης. Όποιον και αν ρωτούσες μόνο τα καλύτερα λόγια θα μπορούσε να σου πει για αυτόν. Κι εγώ άλλωστε του είχα από μικρό παιδί αδυναμία. Τέλος πάντων, τα χρόνια του να έχουμε εμείς οι υπόλοιποι και να είμαστε καλά! Ο παππούς έφτασε τα 94. Τα τελευταία χρόνια αντιμετώπιζε πολλές δυσκολίες αλλά πάντα είχε ένα χαμόγελο στα χείλη, ειδικά όταν ήμασταν όλη η οικογένεια μαζί.
Σήμερα το πρωί μετά την κηδεία περάσαμε από το πατρικό μας στο οποίο έμενε παλιότερα με τη γιαγιά Χρυσούλα. Τα τελευταία δέκα με έντεκα περίπου χρόνια είχε μετακομίσει στο σπίτι της θείας Ναταλίας και του θείου Σταύρου για να μπορούν να τον φροντίζουν όταν χρειάζεται κάτι και έτσι το πατρικό ήταν γεμάτο σκόνη και τελείως εγκαταλελειμμένο. Είχε να ανοιχτεί σίγουρα πάνω από έξι, εφτά χρόνια. Εγώ είχα να πατήσω το πόδι μου σε αυτό το σπίτι από όταν ήμουν τεσσάρων. Μπαίνοντας μέσα όλα μου φαίνονταν ξένα. Το σπίτι του παππού έμοιαζε πιο πολύ με ξεχασμένο και σκονισμένο μουσείο παρά με σπίτι. Τα πάντα ήταν καλυμμένα από στρώματα σκόνης και το σπίτι σου έδινε την αίσθηση ότι βρισκόσουν σε μια άλλη εποχή.
Παρ ?όλα αυτά όλα είχαν μια λεπτότητα και μια φινέτσα που ήταν πολύ εντυπωσιακή. Σε ένα μεγάλο κάδρο είδα και μια φωτογραφία του προπάππου Μιχάλη όταν ήταν γύρω στα εικοσιπέντε του έτη. Λίγο πριν παντρευτεί με την προγιαγιά Μέλπω. Τον προπάππου δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω, όμως είχα ακούσει τόσα για αυτόν.
Ένιωθα ότι ακόμα και αν δεν αντιλαμβανόμουν πλήρως τι ήταν το καθετί γύρω μου, όλα ήταν τόσο εντυπωσιακά, που θα μπορούσα να τα παρατηρώ με τις ώρες. Τριγυρνώντας, κάποια στιγμή βρέθηκα στο δωμάτιο του παππού Διονύση. Έκατσα για λίγο στο κρεβάτι του και στη συνέχεια άρχισα πάλι να ψαχουλεύω. Άνοιξα το κομοδίνο του. Ο παππούς είχε κρατήσει κάθε ζωγραφιά που του είχα χαρίσει. Εκείνη την ώρα συγκινήθηκα, δάκρυσα. Συνέχισα να ψάχνω. Αυτό που μου κίνησε την περιέργεια ήταν ένας φάκελος. Εξωτερικά έγραφε «Κοκόρο Ιτάι». Τον άνοιξα με προσοχή για να μην τον σκίσω. Μέσα είχε μια φωτογραφία και δύο γράμματα. Ένα παλαιότερο και ένα μεταγενέστερο, κρίνοντας από το πόσο αχνό ήταν το καθένα. Η φωτογραφία είχε έναν υπότιτλο που έγραφε «Αθήνα, Δημοτικό Θέατρο 1922» και φαινόταν σα να ήταν από κάποια παλιά εφημερίδα η περιοδικό. Χωρίς να της δώσω ιδιαίτερη σημασία άρχισα να διαβάζω το πρώτο γράμμα, το πιο πρόσφατο:
«Καθώς παρατηρώ την παραπάνω φωτογραφία, αναγνωρίζω τον εαυτό μου μαζί με τη μητέρα, στο δεύτερο θεωρείο της δεύτερης σειράς. Βρίσκομαι πίσω από τη μητέρα μου, η οποία είναι ντυμένη στα μαύρα και ψυχολογικά διαλυμένη από τα γεγονότα του προηγούμενου μήνα. Παρά το γεγονός ότι δε φαίνεται στη φωτογραφία, ακόμα θυμάμαι τα κόκκινά της, από το κλάμα, μάτια. Τότε ήμουν μόλις δώδεκα ετών και η μητέρα γύρω στα 40. Το γεγονός μας είχε συγκλονίσει όλους.»
Το μυαλό μου άρχισε γρήγορα να στροφάρει, όμως για να απαντηθούν όλα μου τα ερωτήματα έπιασα αμέσως στα χέρια μου το δεύτερο γράμμα και ξεκίνησα την ανάγνωση, αν και με δυσκολία, καθώς τα γράμματα είχαν ψιλοσβηστεί και δεν ήταν τόσο ευανάγνωστα:
Αθήνα, 29 Σεπτεμβρίου 1922
«Η μητέρα πενθεί ολημερίς για τους δύστυχους συγγενείς μας, οι οποίοι δεν κατάφεραν να σωθούν. Ο πατέρας, οι παππούδες μου, οι γιαγιάδες μου, οι αδερφές της μητέρας μου, όλοι αυτοί και τόσοι άλλοι, χάθηκαν εκείνο το τραγικό πρωινό της 27ης Αυγούστου του 1922. Παρά την άθλια κατάσταση στην οποία βρίσκεται η μητέρα προσπαθεί να δώσει κουράγιο σε εμένα και τη μικρή μου αδερφή, τη Ζωή. Ζούμε οι τρεις μας σε ένα από τα ογδόντα ένα θεωρεία της πρώτης, δεύτερης και τρίτης σειράς του Δημοτικού Θεάτρου Αθηνών. Μαγειρεύουμε και τρώμε, κοιμόμαστε και απλώνουμε την μπουγάδα με τα λιγοστά ρούχα που καταφέραμε να σώσουμε μέσα στον χαλασμό. Θεωρηθήκαμε άποροι, γιατί πλέον δε μας είχε μείνει σχεδόν τίποτα από την περιουσία και τους τίτλους του πατέρα. Μόνο κάτι κοσμήματα, ραμμένα στο παλτό της αδερφής μου, τα οποία η μητέρα επέμενε να κρατήσουμε για τους πιο δύσκολους καιρούς που θα ερχόντουσαν. Μόνο αυτά μας είχαν απομείνει. Τίποτα άλλο. Ζούμε με την ελπίδα, ότι ο μεγάλος μου αδερφός ζει. Θα ξεκινούσε τις σπουδές του τώρα στο Ιωνικό Πανεπιστήμιο Σμύρνης, ο δύσμοιρος. Και όμως τελικά κανείς δεν ξέρει που βρίσκεται αυτή τη στιγμή… Από τα ελάχιστα που κατάφερα να πάρω μαζί μου ήταν η νέα μου σχολική τσάντα. Την κρατούσα σε όλο το ταξίδι σφιχτά πάνω μου. Περίμενα με λαχτάρα τη νέα σχολική χρονιά. Θα ήταν η πρώτη μου χρονιά στο γυμνάσιο. Στο γυμνάσιο της Ευαγγελικής Σχολής. Είχα γεμίσει την τσάντα μου με κάτι τεράστια τετράδια και πολλά διαφορετικά μολύβια. Κι όμως έτσι όπως τα έφερε η μοίρα, ποτέ δε θα είχα τη δυνατότητα να περάσω το κατώφλι της Σχολής. Τίποτα δεν έμεινε? Λίγα τετραγωνικά μονάχα σε ένα θεωρείο θεάτρου και κάποια ελάχιστα καθημερινά ρούχα που σιγά σιγά με τον καιρό παλιώνουν και φθείρονται. Κάτι που μου έχει μείνει χαραγμένο στη μνήμη είναι η φράση «Κοκόρο ιτάι», που έμαθα ότι σημαίνει «Πονάει η καρδιά μου», στα γιαπωνέζικα. Μια φράση ενός καπετάνιου από την Ιαπωνία, του οποίου το πλοίο ήταν αγκυροβολημένο στην προκυμαία και από εκεί αυτός έβλεπε τη φρίκη που ζούσαμε. Στα αμπάρια του πλοίου του είχε φορτωμένο μετάξι και βλέποντας την καταστροφή γύρω του, διέταξε να το πετάξουν στη θάλασσα και να φορτώσουν ανθρώπους. Έτσι σώθηκα εγώ, η μητέρα και η αδερφή μου. «Κοκόρο ιτάι», φώναξε? Σκεπτόμενος επαναλαμβανόμενα αυτή τη φράση, τον νου μου κατακλύζουν εικόνες του πατέρα, ο οποίος θυσίασε ακόμα και την ίδια του τη ζωή για να καταφέρει να μας σώσει εκείνο το πρωινό. Θυμάμαι επίσης τους ανήμπορους παππούδες μου και τόσους φίλους μου, για τους οποίους ποτέ δεν έμαθα την τύχη τους. Ο πατέρας μου ήταν γιατρός, παρ? όλα αυτά αγαπούσε την ιστορία. Μου είχε μιλήσει για τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης και για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Έμαθα να καταλαβαίνω βασικές έννοιες, στις οποίες θα έπρεπε να βασίζεται όλη η ανθρώπινη ζωή. Έπειτα όμως θυμάμαι τα πλοία, τα οποία παιάνιζαν και άπραγα έπαιζαν χαρμόσυνες μουσικές, για να μην ακούγονται οι κραυγές φρίκης των ανθρώπων στην προκυμαία. Δύσκολα χωράει ο νους, όσα ζήσαμε όλοι εκείνη τη μέρα. Κοκόρο ιτάι? Εδώ σε αυτό το θεωρείο του θεάτρου που τώρα είναι σπίτι μου. Η κουζίνα, το πλυσταριό και το υπνοδωμάτιό μας. Όλα αυτά σε περίπου δεκαπέντε τετραγωνικά? Παρόλα αυτά ελπίζω σε μια ζωή καλύτερη. Σφίγγω την τσάντα με τα βιβλία μου και ονειρεύομαι πως θα μπορούσε να είναι το μέλλον. Και πάλι όμως οι αναμνήσεις του παρελθόντος με κατακλύζουν. Έτσι λοιπόν, σε αυτό το μικρό θεωρείο που βρίσκομαι τώρα, αγκαλιάζω τη μητέρα και της υπόσχομαι ότι θα προσπαθήσω να φτιάξω όλα όσα με βίαιο τρόπο μας στέρησαν. Οι ζωές που χάθηκαν εκείνη τη μέρα θα μας στοιχειώνουν για πάντα. Έφυγαν όμως για να μας σώσουν και για να ζήσουμε εμείς. Κι εδώ από το θεωρείο αυτό του θεάτρου, τους υπόσχομαι να μην πάει χαμένη η θυσία τους.»
Διαβάζοντας τα δύο γράμματα και οργανώνοντας πλέον τις σκέψεις μου συνειδητοποίησα ότι μόλις είχα ανακαλύψει το ημερολόγιο του προπάππου Μιχάλη ο οποίος μετανάστευσε στην Αθήνα μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Είχα μείνει κυριολεκτικά με το στόμα ανοιχτό. Οι παραστατικές περιγραφές και το συναίσθημα που ξεχείλιζε με είχαν συνταράξει. Ένιωθα λες και μόλις είχα ανακαλύψει κάποια σπουδαία ιστορική πηγή. Αναρωτήθηκα αν έπρεπε να δείξω τον φάκελο με τα δύο γράμματα και τη φωτογραφία σε κάποιον άλλο. Εν τέλει αποφάσισα να το κρατήσω κρυφό, έστω για λίγο καιρό ακόμη. Κανείς δε μου είχε μιλήσει για όλα αυτά μέχρι τώρα. Γιατί άραγε άκουγα μόνο σκόρπιες κουβέντες για τη ζωή που άφησαν στη Σμύρνη οι πρόγονοί μου; Ήξερα για τα ιστορικά γεγονότα, όμως ποτέ δεν τα είχα συνδέσει τόσο άμεσα με την οικογένειά μου. Ένα βαθύ τραύμα για το οποίο ίσως δεν ήθελαν να μιλούν.
Γυρνώντας σπίτι υποσχέθηκα στον εαυτό μου να ψάξω περισσότερες λεπτομέρειες για τα γεγονότα. Παρ? όλα αυτά κατάφερα πλέον να αντιληφθώ πλήρως τον τρόμο, τον φόβο και τον πανικό που όλοι αυτοί οι άνθρωποι έζησαν μέσα σε αυτή τη φρίκη. Ίσως στο μέλλον γράψω κάτι για όλα αυτά, βασιζόμενος στο ημερολόγιο του προπάππου. Νιώθω σα να τους οφείλω κάποιο χρέος. Όλοι μας βασικά. Μακάρι να μπορούσες κι εσύ να μου πεις τη γνώμη σου. Σε καληνυχτίζω!
Δικός σου,
ο Βιβλιοφάγος.
2ο βραβείο: Λύρα Νάγια (Πρότυπο Γεινικό Λύκειο Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης)
Εκατό χρόνια ζωής
Στον Πλανήτη των Χαμένων Αμάχων όλοι βρίσκονται σε ετοιμότητα. Η Εύα και η Ζωή προετοιμάζονται για αυτή τη μέρα εδώ και πολύ καιρό. Είναι βράδυ της 12ης Σεπτεμβρίου 2022 και σε λίγες ώρες οι Αντίστροφοι Καταστροφείς θα επιτεθούν στον Πειραιά.
Οι δεκαεξάχρονες δίδυμες δε θα επέτρεπαν ποτέ να επαναληφθεί τέτοιος όλεθρος. Πριν εκατό χρόνια στη Σμύρνη, καταρρακώθηκε κάθε αξιοπρέπεια. Θάνατος, αμάν και προσφυγιά. Ματωμένες ρώγες στα τουρκικά χέρια, τούρκικα φέσια στα ελληνικά όπλα? Όχι, δε θα επέτρεπαν στους Αντίστροφους Καταστροφείς να επαναλάβουν τέτοιον όλεθρο?
Αυτοί οι ανθρωπόμορφοι ζουν στον Αντίστροφο πλανήτη και έχουν πάθος για τη γήινη ιστορία. Τους δίνει ζωή. Κυριολεκτικά. Διαβάζουν για μια μεγάλη καταστροφή που συνέβη κάποτε -έναν πόλεμο, μια τρομοκρατική επίθεση- και επιχειρούν να το επαναλάβουν χρόνια αργότερα. Όσα χρόνια έχουν μεσολαβήσει από τότε, τόσα χρόνια ζωής κερδίζουν. Πάει καιρός από όταν συνεργάστηκαν με τους Ναζί για να ξεσπάσει και δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Πρέπει να δώσουν στη ζωή τους παράταση. Η επανάληψη της Καταστροφής της Σμύρνης ήταν η τέλεια ευκαιρία. Θα κέρδιζαν εκατό χρόνια στρογγυλά.
Η Εύα και η Ζωή πρώτες έχουν ενημερωθεί για το σχέδιο των Αντίστροφων Καταστροφέων. Ο μυστικός απεσταλμένος του Πλανήτη των Χαμένων Αμάχων τους δίνει καθημερινή αναφορά. Οι ανθρωπόμορφοι στοχεύουν να πυρπολήσουν τον τόπο που πρώτος υποδέχθηκε τους Μικρασιάτες, τον Πειραιά · να λεηλατήσουν τις προσφυγικές κατοικίες, να πάρουν για ομήρους τις γυναίκες και τα παιδιά. Αυτά τα ξέρουν οι αδερφές μήνες τώρα. Το τελευταίο νέο του απεσταλμένου όμως έφτασε απροσδόκητα: ?Θα κάνουν τα πάντα για να κλέψουν την Αναγεννημένη Ιωνία. Ο Αρχικαταστροφέας τη θέλει για γυναίκα του.?.
Πριν εκατό χρόνια η Θεά Ιωνία, η προστάτιδα της Σμύρνης, λαβώθηκε, ατιμάστηκε και ξεψύχησε στο πλευρό χιλιάδων άλλων κοριτσιών. Όμως ο άνεμος μετέφερε το πληγωμένο σώμα της στην Ελλάδα. Το ΄παιρνε και το ταξίδευε? Μία το ακουμπούσε σε ένα σύννεφο πάνω από την Νέα Σμύρνη, μία το φυσούσε μέχρι τη Νίκαια και το Κερατσίνι. Κι εκεί στην Αττική, η Θεά Ιωνία αναγεννήθηκε? Και μέχρι σήμερα κάνει ύπνο βαθύ, όσο υπάρχει ηρεμία στις νέες γειτονιές της Σμύρνης.
Η Εύα και η Ζωή ήταν μόνο δύο από τα κορίτσια που ξεψύχησαν δίπλα στην Θεά Ιωνία. 13 Σεπτέμβρη του 1922. Οι αδερφές κάθονταν στην κουζίνα και εξασκούσαν τα γαλλικά τους, δίπλα στη μητέρα τους που μαγείρευε. Φλυαρούσαν για να ξεχαστούν από τον χαμό του πατέρα στο Αφιόν Καραχισάρ.. Ξαφνικά η κουτάλα από τα χέρια της μάνας τους έπεσε. Το πρόσωπό της χλόμιασε. Από το παράθυρο εισέβαλε καπνός. Άρπαξε τα κορίτσια από το χέρι και τα έσυρε έξω από το σπίτι.
Πιασμένες και οι τρεις σφιχτά, σαν ανθρώπινη αλυσίδα, έτρεχαν αλαφιασμένες στον δρόμο. Από τις σκεπές των γειτόνων τους έβγαιναν φλόγες. Ο τόπος ήταν αγνώριστος. Η Εύα ήταν πρώτη στην αλυσίδα. Έτρεχε με όλη της την ψυχή προς το λιμάνι. Από πίσω τους άκουσαν φωνές. Ύστερα η σιωπή, ο πυροβολισμός. Κι πάλι οι φωνές, τούρκικες, ανδρικές. Η Εύα ήταν πιο γρήγορη. Η μάνα και η αδερφή της δεν την πρόφταναν. Το χέρι της γλίστρησε από της μητέρας της και άρχισε να τρέχει με ακόμα μεγαλύτερη ταχύτητα. Κρύφτηκε πίσω από ένα φράχτη. Γυρνώντας το κεφάλι είδε την Ζωή και τη μάνα της να κρύβονται μέσα σε μια εκκλησία μαζί με μερικούς ακόμα Σμυρνιούς. Οι ανδρικές φωνές ακούστηκαν ξανά. Η Εύα άρχισε πάλι να τρέχει με τα πόδια στο κεφάλι . Και τότε το έδαφος σείστηκε. Τόσο που το στέρνο της πήγε να ανοίξει στα δύο. Και γύρισε και είδε την εκκλησία πνιγμένη στις φλόγες. Καπνοί έβγαιναν από τον τρούλο, βόμβες έσκαγαν απανωτά. Και όπως έτρεχε, η Εύα σταμάτησε, έτσι απλά, και ξάπλωσε χάμω. Οι φωνές των Τούρκων πλησίαζαν όμως δεν σηκωνόταν. Έμεινε εκεί κοκαλωμένη, έτοιμη να παραδοθεί. Δεν θα άντεχε λεπτό να ζήσει χωρίς την αδερφή της. Λεπτό που να ξέρει πως εγκατέλειψε την αδερφή της?
Τα κορίτσια συναντήθηκαν ξανά, άγνωστο πόσα χρόνια αργότερα. Ήταν ακόμη 16 χρονών όταν ξύπνησαν στον Πλανήτη των Χαμένων Αμάχων. Μετά τις συγκινήσεις, γρήγορα γνώρισαν κι άλλους αδικοχαμένους νεκρούς από κάθε ιστορική περίοδο, που τις ενέταξαν στις διαπλανητικές αποστολές. Και να που τώρα ήταν οι ίδιες υπεύθυνες της ομάδας αποτροπής των Αντίστροφων καταστροφέων. Ο Πειραιάς έπρεπε να σωθεί?
ΙΙ
-?Καταστροφή της Σμύρνης: 100 χρόνια μετά?. Πόσο γελάω με αυτές τις αφίσες. Κι όλοι οι Πειραιώτες βολτάρουν αμέριμνοι στο λιμάνι.
-Άσε, δε θα διασκεδάζουν για πολύ. Ήδη αισθάνομαι τα 100 χρόνια να κυλάνε στο αίμα μου. Έχω αρχίσει να ρυτιδιάζω. Λοιπόν είναι έτοιμα τα πολυβόλα;
– Μάλιστα αρχηγέ. Έχουμε τοποθετήσει δέκα στη στρατόσφαιρα πάνω από τον Πειραιά κι ένα για αντιπερισπασμό πάνω από τη Νέα Ιωνία.
– Υπερακαταστροφικά! Κι η Θεά Ιωνία;
– Κοιμάται στο κουνιστό της σύννεφο. Θα φροντίσουμε να μην τη σημαδέψουμε με κανένα πολυβόλο. Οι ομάδα Γ Καταστροφέων έχει κατέβει στη γη και θα την αναλάβουν προσωπικά.
– Πανολεθρικά! Περιμένετε σήμα από το κορίτσι και αρχίστε την αντίστροφη μέτρηση.
Εντωμεταξύ η Ζωή έχει διακτινιστεί στον Πειραιά μαζί με ειδικά εκπαιδευμένους Αμάχους και δίνει αναφορά από τον διαπλανητικό ασύρματο:
– Ο κόσμος δεν καταλαβαίνει Εύα! Είναι σαν να μιλάμε άλλη γλώσσα. Προσπαθούμε να τους πείσουμε να εκκενώσουν την πόλη αλλά μας περνάνε για τρελούς!
– <<Ελήφθη Ζωή! Τι γίνεται με τα πολυβόλα;>>, ρωτά η Εύα.
– Απενεργοποιήσαμε τα πολυβόλα του Πειραιά. Μένει αυτό της Νέας Ιωνίας που έχει διαφορετικό μηχανισμό. Θα πρέπει να στείλουμε όλες τις ενισχύσεις μας εκεί. Τον Πειραιά τον ελέγχουμε η ομάδα κι εγώ.
– Έγινε. Θα δώσω εντολή!
Η Ζωή γελά χαιρέκακα και αμέσως αλλάζει γραμμή στον ασύρματο:
- Αρχηγέ, λαμβάνεις; Τα πολυβόλα του Πειραιά ελέγχθηκαν. Είναι όλα γεμισμένα και έτοιμα! Ας αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση.
- Υπέροχα! Συντρίφθηκα από τη χαρά μου. Τι θα κάναμε αν δεν ερχόσουν με το μέρος μας; Πρόσεχε κορίτσι μη σε πάρει καμιά βόμβα! Η εκτόξευση ξεκινά σε 10-9-8?
Η Ζωή και οι αποστάτες των Αμάχων διακτινίζονται στο σύννεφο της Θεάς Ιωνίας. Εντωμεταξύ οι ενισχύσεις από τον Πλανήτη των Χαμένων Αμάχων έχουν φτάσει στη Νέα Ιωνία για να απενεργοποιήσουν τάχα το τελευταίο πολυβόλο. ?Καταστραφήκαμε!?, σκέφτηκε η Ζωή και χαμογέλασε. Ο τόπος σε λίγο θα μυρίζει μπαρούτι όπως τότε, ο κόσμος θα τρέχει αβοήθητος κι εκείνη θα πάρει την εκδίκηση που χρωστάει στην αδερφή της για τότε που σκέφτηκε μόνο τον εαυτούλη της. Συν μια θέση στο βασίλειο των Καταστροφέων? Προς το παρόν όμως πρέπει να απαγάγει την Θεά Ιωνία πριν να είναι αργά και να την παραδώσει στον Αρχικαταστροφέα.
? 3-2-1. Η πρώτη βόμβα πέφτει μπροστά στο Δημοτικό Θέατρο. Πανικός. Ο θόρυβος ακούγεται ως την Δραπετσώνα. Ο κόσμος παγώνει από τον φόβο. Η Ζωή πάει να αρπάξει τη Θεά Ιωνία. Όταν όμως φτάνει στο σύννεφο, τα χάνει. Γιατί όσο και αν βυθίζεται μέσα του, όσο κι αν ψάχνει, η Θεά δεν είναι εκεί.
ΙΙΙ
Η Θεά έχει ξυπνήσει. Κοιτάζει τη Ζωή με λύπηση. Κεπαρισσάτη και ψυχερή * καρφώνει με το βλέμμα την πλάτη του κοριτσιού, που όλο και σκεβρώνει από τον φόβο. Η Ζωή την αισθάνεται πίσω της και γυρνάει αργά. Προσπαθώντας να ακουστεί ψύχραιμη δίνει διαταγή: <<Επιτεθείτε!>>
Οι αποστάτες των Αμάχων, μετανιώνοντας την ώρα που συμμάχησαν με τους Καταστροφείς, δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. Με την αντίστροφη μέτρηση των πολυβόλων να συνεχίζει αδιάκοπα, ορμούν προς τη Θεά με μία, δύο δρασκελιές… Στην τρίτη, όμως αυτή υψώνει τα χέρια της και με δύο κυκλικές κινήσεις τούς ανασηκώνει από το σύννεφο. Τα πόδια τους αιωρούνται. Κάνουν να βγάλουν τα ατομικά τους όπλα. Όμως, σε κλάσματα του δευτερολέπτου η Θεά, τινάζοντας τα χέρια της, εκτοξεύει τη Ζωή και τους αποστάτες στο έδαφος. Μέσα σε μια στιγμή βρίσκονται να κείτονται στο κέντρο του λιμανιού, εκεί ακριβώς που πρόκειται να σκάσει η επόμενη βόμβα. Αφού ξεμπερδεύει με αυτό, η Θεά κλείνει σφιχτά τα δάχτυλα και όλα τα πολυβόλα συγκεντρώνονται γύρω της, σημαδεύοντας προς το μέρος της. Η αντίστροφη μέτρηση συνεχίζεται. Με μιας, η Θεά Ιωνία ανοίγει τα δάχτυλα και όλα τα πολυβόλα εκσφενδονίζονται με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Στόχος: ο Αντίστροφος Πλανήτης.
Εντωμεταξύ η Ζωή ζαλίζεται από την πτώση. Έχει χτυπήσει στο αριστερό της πόδι. Προσπαθεί να συνδεθεί στον ασύρματο αλλά το μόνο που ακούγεται είναι παράσιτα. Το μηχάνημα έχει σπάσει. Κόσμος την ποδοπατά καθώς τρέχει να μπει στα αυτοκίνητά του. Παντού γύρω υπάρχει καπνός από τον βομβαρδισμό. Παιδιά ασυνόδευτα κλαίνε καταγής. Μερικοί βουτούν στη θάλασσα. Γνωστά σκηνικά. Χωρίς να το καταλάβει, χάνει τις αισθήσεις της.
Από τον Πλανήτη των Χαμένων Αμάχων, όμως, η Εύα παρακολουθεί τα γεγονότα στον Πειραιά. Διατρέχει με το διαπλανητικό της τηλεσκόπιο όλη την πόλη. Ένας βομβαρδισμός, κανένας νεκρός. Στον δρόμο διακρίνονται μόνο τρεις ελαφρώς τραυματισμένοι. Η καταστροφή αναχαιτίστηκε! <<Ω Θεά Ιωνία! Πώς να σε ευχαριστήσω που εμπόδισες την αδερφή μου;>>, μονολογεί η Εύα, πάντα προσηλωμένη στο λιμάνι. Παρατηρεί τον κόσμο που σιγά σιγά ανακτά την ψυχραιμία του. Κι εκεί, μες στο πλήθος, την βλέπει. Ανάμεσα στους αποστάτες των Αμάχων, η λιπόθυμη αδερφή της.
Η Εύα ανατριχιάζει. Νιώθει την οργή να φουντώνει μέσα της. Πώς μπόρεσε η ίδια της η αδερφή να την προδώσει έτσι; Για μια στιγμή σκέφτεται πως της αξίζει τέτοια κατάληξη. Όμως η ενοχή που είχε νιώσει εκατό χρόνια πριν ακόμη τη στοιχειώνει. Δεν υποφέρεται. Γι? αυτό και δεν θα επαναλάμβανε το ίδιο λάθος. Όχι. Ό,τι κι να συνέβη απόψε, είναι αποφασισμένη? Δεν θα άντεχε λεπτό να ζήσει χωρίς την αδερφή της. Λεπτό που να ξέρει πως εγκατέλειψε την αδερφή της? Ποτέ ξανά.
- Ιδιωματικοί χαρακτηρισμοί της Σμύρνης
3ο βραβείο: Κουκά Νίκη (Πρότυπο Γενικό Λύκειο Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης)
Η γιαγιά μου, η νενέ
Η νενέ, η Ρόζα? Αχ η νενέ μου, σπουδαία γυναίκα! Γέννημα θρέμμα Σμυρνιά! Κόρη ενός εμπόρου. Παντρεύτηκε μικρή -θα έλεγε κανείς- τον παππού μου, ξακουστό αρωματοπώλη της Σμύρνης.
Η νενέ ήταν πάντα το πρότυπό μου. Ατρόμητη και απτόητη μια ζωή! Και τι ζωή? γεμάτη! Πόσο νοσταλγώ τις ιστορίες της, τα παραμύθια της από την παντοτινή πατρίδα της, έτσι την έλεγε? Οι μνήμες της δεν είχαν τελειωμό. Καθόμασταν πάντα μπροστά απ? το τζάκι, πάνω σε δύο μεγάλες μαξιλάρες και μου εξιστορούσε με τις ώρες? Άλλοτε μου έλεγε για τα παιδικά της χρόνια, άλλοτε για τις τσάρκες της με τον παππού στην προκυμαία και άλλοτε για τα αρώματα, τα χρώματα και τα μπαχάρια της Σμύρνης. Αχ αυτή η κανέλα? πάντα γλύκαινε την ψυχή της! Η ιστορία όμως που λάτρευα να ακούω ήταν άλλη?
«Παντρεύτηκα το 18?, νια ήμουν ακόμα, 20 χρονών κοπέλα. Ήμουν από πλούσια οικογένεια, βλέπεις μεγαλέμπορας ο πατέρας μου. Παντρεύτηκα λοιπόν τον Θεόδωρο Ασικίδη, περιβόητο αρωματοπώλη της Σμύρνης και λεβεντάνθρωπο! Όπως ακριβώς επέβαλλε και το επίθετό του! Γνωριστήκαμε τυχαία και ερωτευθήκαμε κεραυνοβόλα! Μέσα στον πρώτο χρόνο ξεπετάξαμε και το πρώτο μας κουτσούβελο, τον Αρίστο! Την χρονιά του ξεριζωμού, το 22?, ήμουν έγκυος στην μαμά σου. Μεγάλη ευλογία ήταν αυτό το μωρό! Εκείνο τον Σεπτέμβριο έμπαινα στον έβδομο? Ξημερώνοντας όμως 10η Σεπτεμβρίου τα σχέδια άλλαξαν! Τίποτα πια δεν θα ήταν το ίδιο! Ιαχές, πένθιμες καμπάνες και ποδοβολητά ζωγράφισαν στα πρόσωπα μας τον τρόμο του θανάτου, αυτόν που δεν κάνει διακρίσεις, αλλά πλημμυρίζει τις ψυχές και τρελαίνει τον νου! Βάλαμε τα υπάρχοντά μας σε έναν μπόγο, ράψαμε και όσα χρυσαφικά μπορούσαμε μέσα απ? τις φόδρες των ρούχων και τρέξαμε στο Κορδελιό. Ο κόσμος μπουλούκι, στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον και όλοι τυλιγμένοι μέσα στο γκρίζο πέπλο στάχτης που προοιώνιζε τον θάνατο! Ολόκληρη η προκυμαία μια ατελείωτη κραυγή που μάταια ζητούσε έλεος! Μια ατελείωτη βοή? κλάματα, μοιρολόγια, αλαλαγμοί? Μανάδες με τα παιδιά τους να σπαράζουν στην αγκαλιά τους, ηλικιωμένοι που ετοιμάζονταν ν? αφήσουν μια για πάντα τον τόπο που γεννήθηκαν και ανατράφηκαν, την Μικρασία. Και οι τσέτες ανένδοτοι! Σφάγιαζαν και βίαζαν αδιακρίτως όποιον βρισκόταν στο διάβα τους! Άνθρωποι αιμόφυρτοι, κοπέλες ολόγυμνες με το αίμα ξεραμένο στο εσωτερικό των μηρών τους! Το θέαμα ήταν φρικιαστικό! Αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ, ήταν μια μάνα που έπνιξε το παιδί της, για να μην τους βρουν οι Τούρκοι. Με τα ίδια της τα χέρια? Όσοι ήταν στον λιμάνι χάνονταν σιγά σιγά? ένας ένας έπεφταν στην θάλασσα και χάνονταν. Μετά από ώρα ήρθε και η σειρά μας. Ευτυχώς ο Θοδωρής είχε έναν αδελφικό φίλο στην ελληνική πρεσβεία ? όση είχε απομείνει δηλαδή στην Σμύρνη- και μας βοήθησε να φύγουμε. Εγώ, ο Θοδωρής, ο Αρίστος και το αγέννητο μωρό μας? 4 ήμασταν, όμως μείναμε 2! Ο Θοδωρής και ο Αρίστος δεν τα κατάφεραν! Η λέμβος άξαφνα κλυδωνίστηκε και ο κόσμος πανικοβλήθηκε! Το κορμάκι του Αρίστου δεν άντεξε το τράνταγμα και γλίστρησε στο νερό? Ο Θοδωρής στην προσπάθεια του να τον σώσει βούτηξε στο νερό, αγκάλιασε τον Αρίστο μου αλλά το σώμα του παραδόθηκε στους νόμους της φύσης! Μην μπορώντας να αντέξει το βάρος των βρεγμένων ρούχων με τα χρυσαφικά! Αυτό που πρόφτασα να ακούσω απ? τα χείλη του ήταν: «Να προσέχεις το μωρό μας! Σ? αγαπώ και μην ανησυχείς για μας? θα τον προσέχω και θα έχουμε ο ένας τον άλλον?!» και εγώ γύρισα και του απάντησα: «Αντίο, Αρίστο μου! Αντίο, Θοδωρή μου! Σας αγαπώ!», αλλά δεν μ? άκουσαν? Εκείνη η νύχτα στα μαύρα νερά του Αιγαίου με στιγμάτισε για πάντα? Δεν έκλαψα, δεν ξέρω γιατί, ήμουν κενή, άδεια, ξεπλυμένη από κάθε συναίσθημα. Η τελευταία σκέψη που πρόλαβα να κάνω ήταν ότι τουλάχιστον κανένας απ? τους δύο τους δεν θα ένιωθε μοναξιά! Θα ήταν αγκαλιασμένοι για πάντα! Θα ήταν μαζί για πάντα?
Ο χρόνος πέρναγε τόσο αργά, τόσο βασανιστικά… Δεν ήξερα τίποτα και κανέναν! Ήμουν μόνη μου! Μια γυναίκα μόνη? Όταν ξημέρωσε ο θεός την μέρα φτάσαμε αντίπερα στην Χίο. Εκεί υπήρχαν μπόλικοι καλοπροαίρετοι Χιώτες που είχαν αναλάβει την περίθαλψη των προσφύγων στα κτίρια που είχαν επιταχθεί να λειτουργήσουν ως πρόχειρα καταλύματα, ανοιχτοί χώροι, σχολεία, νεκροταφεία, εκκλησίες? Το νησί, είχε γεμίσει πρόσφυγες, που προσπαθούσαν να κάνουν μια νέα αρχή. Τα προβλήματα όμως δεν άργησαν να έρθουν και ήταν αρκετά! Πρώτο και κύριο η σίτιση! Έπειτα ο καθαρισμός των καταλυμάτων, αφού πλέον ο τύφος, η οστρακιά και οι ψείρες απειλούσαν όχι μόνο εμάς, αλλά ολόκληρο το νησί. Και τέλος η απόγνωση διάφορων προσφύγων που τους ωθούσε στην κλοπή, προκαλώντας έτσι την οργή των ντόπιων και δίνοντας τους την αφορμή να αρχίσουν τις λασπολογίες, αποκαλώντας μας τουρκόσπορους ή γιαουρτοβαφτισμένους. Το θέμα του φαγητού λύθηκε αμέσως, τα συσσίτια διπλασιάστηκαν και έγινε ένας υποτυπώδης καθαρισμός τον καταλυμάτων. Και εκεί που οι άνθρωποι είχαν αρχίσει να συνηθίζουν και να χτίζουν μια νέα ζωή, η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να μετακινήσει μέρος του πληθυσμού μας, καθώς παρατηρήθηκε συνωστισμός στους καταυλισμούς μας. Έτσι το αρμόδιο υπουργείο ανέλαβε να ανακοινώσει τον νέο προορισμό των επιλαχόντων. Εγώ ήμουν μια απ? όσους επιλέχθηκαν να ξεριζωθούν για δεύτερη φορά! Όπως και να το κάνεις Ρόζα μου είχα συνηθίσει στην Χίο! Ήταν όμορφο και φιλόξενο νησί! Και οι Χίωτες, από μάλαμα?!
Έναν μήνα μετά η κυβέρνηση έστειλε στην Χίο κάμποσα πλοία για την μεταφορά μας στην νέα μας πατρίδα. Εγώ έφυγα για την πρωτεύουσα. Την παινεμένη Αθήνα! Ποιος να ξέρε τι με περίμενε και κει?! Την επομένη ήμασταν στον Πειραιά. Όμορφη που ήταν η Αθήνα? τι να το κάνεις όμως; Σμύρνη δεν ήταν! Σμύρνη είναι μόνο μία! Φωνακλού και τσαχπίνα?!
Ο καιρός πέρασε? η μαμά σου γεννήθηκε, αλλά τα πράγματα δύσκολα έμπαιναν σε σειρά! Έμεινα σε μια θεία μου, αδερφή του πατέρα μου, στον Πειραιά. Καλή γυναίκα, διόλου σερέτισσα* και ψακόστομη**, αλλά στέρφα, και άμοιρη, μόνη της μια ζωή! Ήταν όμως λαμπούρδα*** και κακοσούλουπη και ποιος να ρίξει βλέμμα πάνω της! Με βοήθησε πολύ! Είχα και εγώ ένα κεραμίδι πάνω από την κεφαλή μου! Έναν άνθρωπο να αλλάζω μια κουβέντα?
Ήταν ένα πρωινό του Νοέμβρη, μόλις είχε χρονίσει… Η μαμά σου με ξύπνησε απ? τις φωνές της. Πήγα να δω γιατί κλαίει και προσπάθησα να την ηρεμήσω. Και μέσα στο κλάμα της ψέλλισε διστακτικά δύο συλλαβές «μπα?μπα». Μετά το κλάμα της πάγωσε και μου έσκασε ένα χαμόγελο! Ήταν το πιο δυνατό χαμόγελο που έχω δει! Απ? τα χείλη της είχε βγει η πρώτη της λέξη, μια ιερή λέξη που δεν θα ξανάλεγε ποτέ στην ζωή της! Τα μάτια μου πλημμύρισαν δάκρια! Το ρίγος που με διαπέρασε με έκανε να τρέμω σύγκορμη! Αχ, Θοδωρή μου? πού να είστε άραγε;
Η επόμενη μεγάλη συγκίνηση ήρθε κάποιες μέρες αργότερα? Ένα απόγευμα του Δεκέμβρη απόγευμα που μου ξύπνησε όλες τις μνήμες, που με πλημμύρισε με κάθε λογής συναίσθημα, που με έκανε να θυμηθώ ότι είχα προσπαθήσει να ξεχάσω? Ήμουν στο δωμάτιο μου, δηλαδή ποιο δωμάτιο; Ένα ντιβάνι, μια κούνια και μια βιβλιοθηκούλα. Κάτι ψαχούλευα να βρω, δεν το βρήκα, σε περίπτωση που σε νοιάζει, αλλά βρήκα κάτι άλλο πολύ πιο σημαντικό! Βρήκα το μπλε τετράδιο, αυτό το κλασικό μπλε τετράδιο. Ήταν του Θοδωρή? είχε μέσα τα πάντα! Είχε άρωμα Σμύρνης! Άρωμα Μικρασίας! Εκεί σημείωνε τα πάντα, όλα του τα αρώματα ή μάλλον όλα του τα ελιξίρια, έτσι τα έλεγε! Πόσα ήθελα να ξαναμυρίσω αυτή την ευωδία! Και έτσι γεννήθηκε μέσα μου η μεγάλη ιδέα! Βγήκα στον κήπο, μάζεψα όσα βοτάνια βρήκα και άρχισα την πανδαισία! Πήρα απ? την κουζίνα όσα κατσαρολικά χρειαζόμουν, και η εκχύλιση της λεβάντας και του λεμονανθού ξεκίνησε. Η λεβάντα, η βασίλισσα των λουλουδιών μού χάρισε απλόχερα όλη της την ομορφιά, όλα της τα χρώματα, σαν πίνακας ζωγραφικής. Η ψυχούλα μου όμως ήταν βαριά. Αχ Θοδωρή μου? πώς να είστε άραγε; », έτσι είπε η νενέ μου και δάκρυσε! Πάντα κόμπιαζε σε αυτό το σημείο, σαν κάτι να την έπνιγε, ίσως οι αναμνήσεις? όμως συνέχιζε?! «Έτσι που λες Ρόζα μου, ένιωσα και πάλι έστω και για μια στιγμή σα να βρίσκομαι στην Σμύρνη, τον Πουνέντε να μου φυσάει τα μαλλιά και το κύμα από την προκυμαία να διαλύεται στα πόδια μου, ενώ ο παππούς σου με έχει αγκαλιά». Και ξαναδάκρυσε?! «Το άρωμα λεβάντας με την μυστική Σμυρνέικη συνταγή έγινε ανάρπαστο! Όλες οι κυρίες στην γειτονιά ήθελαν κι από ένα. Και κάπως έτσι έφτιαξα ένα εργαστήριο – μαγαζάκι, το «Άρωμα Μικρασίας». Μικρό, μην φανταστείς. Ίσα που χώραγες. Έλα μου όμως που έγινε γνωστό σ? όλο τον Πειραιά! Και σιγά σιγά, μεγάλωνε και μεγάλωνε με την ίδια πάντα συνταγή! Την μυστική, σμυρνέικη?!»
Δίκιο έχεις νενέ μου! Το «Άρωμα Μικρασίας» έχει μείνει ατόφιο! Όπως και η Σμύρνη! Όπως μου την περιέγραφες! Φωνακλού και τσαχπίνα! Και είδες είσαι πάλι εδώ! Όπως ήθελες! Όπως μου ζήτησες?
Αντίο νενέ μου! Σ? αγαπώ!
*Σερέτισσα: σκληρή ** Ψακόστομη: πικρόχολη *** λαμπούρδα: κοντόχοντρη
Εικαστικά
ΓΥΜΝΑΣΙΟ
1ο Βραβείο
Αίας – Γεώργιος Πέτσας (Α? Γυμνασίου ΠΓΕΣΣ)
2ο Βραβείο
ΜΚ – Μαρία Κουτούζου (1ο Γυμνάσιο Ν. Σμύρνης)
3ο Βραβείο
Η έκρηξη-Πηνελόπη Υψηλάντη(Α? Γυμνασίου ΠΓΕΣΣ)
Ειδικό Βραβείο, εικαστικά έργα από άλλες περιοχές
ΙΒ ? Ιόβα ή Ιόβου Βερόνικα (5ο Γυμνάσιο Αιγάλεω)
Έπαινοι
Σταυρούλα Φωτιάδου (Α? Γυμνασίου ΠΓΕΣΣ)
Η Ρυτίδα-Μυρσίνη Κανταράκη (2ο Γυμνάσιο Αγ. Δημητρίου)
ΛΥΚΕΙΟ
1ο Βραβείο
ΚΑΛΧΑΣ-Στέλιος Βλασσόπουλος (Γ? Γυμνασίου ΠΛΕΣΣ)
2ο Βραβείο
Ελπίς΄22-Σοφία Δέσποινα Λέκα(Α Λυκείου ΠΛΕΣΣ)
3ο Βραβείο
Τσελεμπίνα- Αλεξία Χοχριάκοβα (Ε.Ε.ΕΠ.Ε.Κ. Καλλιθέας)