Η συμβολή των Κυπρίων στην Ελληνική Επανάσταση του 1821

Συνέντευξη με τον Καθηγητή του Τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου της Κύπρου, κύριο Παπαπολυβίου Πέτρο.

Συνέντευξη με τον Καθηγητή του Τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου της Κύπρου, κύριο Παπαπολυβίου Πέτρο.
Την Τετάρτη 12/05/2021, μέλη της δημοσιογραφικής ομάδας του σχολείου μας με τη Φιλόλογο κα Τσαχτσαρλή Αικατερίνη, είχαμε την τιμή να συναντήσουμε διαδικτυακά τον καθηγητή του τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου της Κύπρου κύριο Παπαπολυβίου Πέτρο και να συζητήσουμε για τη συμβολή των Κυπρίων στην Ελληνική Επανάσταση του 1821.
-(μαθήτρια Ελισσάβετ Καλογιαννίδου): Κύριε Παπαπολυβίου, χαιρόμαστε πραγματικά που σας έχουμε σήμερα κοντά μας. Η αλήθεια είναι ότι η έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης ήταν αποτέλεσμα πολλών παραγόντων και καθοριστικό ρόλο έπαιξε και ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Πόσο επηρεάστηκε από αυτόν η Κύπρος που ήταν κάτω από την Οθωμανική κυριαρχία;
-(κος Παπαπολυβίου): Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός επηρέασε σαφώς και την Κύπρο. Βέβαια ήταν πολύ απομακρυσμένη και στα χρόνια της Οθωμανικής διοίκησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είχε εξελιχθεί στο πιο κακοδιοικούμενο κομμάτι της Αυτοκρατορίας και αυτό είχε επιπτώσεις και στο πολιτιστικό επίπεδο. Πρώτα απ’ όλα σε σχέση με το οικονομικό πεδίο, οι Οθωμανοί δεν είχαν φτιάξει λιμάνια, δεν υπήρχε μεγάλο εμπόριο και κατ’ επέκταση ακμή που θα βοηθούσαν στη μόρφωση.
Στα τέλη του 18ου αιώνα ο Αρχιμανδρίτης Κυπριανός γράφει το έργο «Ιστορία Χρονολογική της Νήσου Κύπρου» που τυπώνεται στη Βενετία το 1788. Πρόκειται για ένα από τα πιο σημαντικά βιβλία του Διαφωτισμού. Ακόμη δεν υπήρξε ούτε ο Κοραής, ούτε ο Ρήγας. Είναι αρκετά σημαντικό ότι στο έργο του ασχολείται με τις βασικές αξίες του Διαφωτισμού: να μορφωθούμε και να δούμε τους προγόνους μας. Ο Κυπριανός που ζει στη Βενετία με το βιβλίο του είναι σα να απευθύνεται στους συμπατριώτες του Κυπρίους και τους προτρέπει να δουν το παρελθόν, να νιώσουν περήφανοι για τους προγόνους και σιγά-σιγά να αρχίσουν να μορφώνονται. Από το 1788 και μετά υπάρχουν και άλλοι που υπηρετούν τις αξίες του Διαφωτισμού. Οι τελευταίοι εξ αυτών πολεμούν στην Ελληνική Επανάσταση. Ο Νικόλαος Θησέας το 1812 μεταφράζει τον Όμηρο και τον βγάζει στην Ευρώπη. Επίσης σημαντική προσωπικότητα ήταν ο Ιωάννης Καρατζάς, Λευκωσιάτης που γράφει βιβλία, σύντροφος του Ρήγα που εκτελέστηκε μαζί του το 1798. Ακόμη από τα τέλη του 18ου αιώνα είναι σημαντική η παρουσία των Κυπρίων λόγιων κληρικών. Τους βρίσκουμε στον Ερμή Λόγιο, δασκάλους στην Τεργέστη, στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Επιπλέον αξιοσημείωτο είναι ότι από την εποχή του Αρχιεπίσκοπου Κυπριανού, οι περισσότεροι Κύπριοι που μορφώνονται επιλέγουν αντί την Ευρώπη την Ιωνία, την Αιολίδα. Σπουδάζουν στη Σμύρνη και στη Σχολή των Κυδωνιών που είναι πιο κοντά στην Κύπρο. Εκείνα τα χρόνια οι σχολές της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης (το φιλολογικό γυμνάσιο) είναι από τα πιο σημαντικά κέντρα του Διαφωτισμού.
-(μαθητής Διαμαντόπουλος Βασίλειος): Θα ήθελα να σας ρωτήσω κατά πόσο οι Οθωμανοί είχαν την υποψία ότι η Κύπρος θα μπορούσε να είναι ένας χώρος επανάστασης.
(κος Παπαπολυβίου): Στην Επανάσταση του 1821 δεν επαναστάτησε μόνο η Πελοπόννησος ή ξεκίνησε μόνο στη Μολδοβλαχία. Πήραν μέρος όλοι οι Έλληνες ασχέτως αν τα πολεμικά γεγονότα έγιναν εξ επιλογής κυρίως στη Ρούμελη και στο Μοριά. Τόσο η Σμύρνη όσο και η Κωνσταντινούπολη δεν υστέρησαν καθόλου καθώς ένα μέρος των πρώτων χρημάτων για τη Φιλική Εταιρεία δόθηκαν από πλούσιους έμπορους της Κωνσταντινούπολης. Το σχέδιο ήταν οργανωμένο από τους Φιλικούς και ήταν επιλογή να μην επαναστατήσει η Σμύρνη και η Κύπρος και όλες οι περιοχές που ήταν κοντά στο κέντρο. Αυτή ήταν απόλυτα φυσιολογική επιλογή των φωτισμένων που έφτιαξαν τη Φιλική Εταιρεία. Η Επανάσταση έπρεπε να ξεκινήσει όσο πιο μακριά από το κέντρο. Η Πελοπόννησος για ένα σωρό στρατηγικούς λόγους ήταν το πιο πρόσφορο έδαφος για να ξεκινήσει η Επανάσταση. (…) Ο σουλτάνος κήρυξε ιερό πόλεμο εναντίον των απίστων, ραγιάδων Χριστιανών και η οργή του ξέσπασε στις περιοχές που ήταν κοντά στο κέντρο. Στην Κωνσταντινούπολη έγινε ο απαγχονισμός του Πατριάρχη και άλλων μητροπολιτών, στην Έφεσο υπήρξαν σφαγές χιλιάδων ανθρώπων, το ίδιο και στη Θεσσαλονίκη και αργότερα το 1822 στη Χίο. Το ίδιο έγινε και στην Κύπρο. Στην αρχή ζητήθηκε ο αφοπλισμός, η παράδοση των όπλων και των μαχαιριών και στη συνέχεια ο Οθωμανός Διοικητής της Κύπρου Κουτσούκ Μεχμέτ ζήτησε από το σουλτάνο να του επιτρέψει να σφάξει τους πιο επιφανείς κληρικούς και προκρίτους. Μετά από τη σχετική σουλτανική άδεια ακολούθησαν σφαγές τεσσάρων ημερών στη Λευκωσία. Ήταν ένα οργανωμένο προγκρόμ καθώς υπήρχε και κατάλογος με ονόματα για αφανισμό. Από τους προκρίτους άλλοι αποκεφαλίστηκαν και άλλοι απαγχονίστηκαν.
Η Κύπρος έχει ακόμη μια ιδιαιτερότητα, εξαιρετικά κρίσιμη. Πρόκειται για το μοναδικό κομμάτι στον ελληνόφωνο ορθόδοξο χώρο που έχει Αυτοκέφαλο. Υπάρχουν βέβαια τα Πατριαρχεία των Ιεροσολύμων, της Αντιόχειας και της Αλεξάνδρειας με Έλληνες Πατριάρχες αλλά η Κύπρος είναι Αυτοκέφαλη δηλαδή έχει δικό της Αρχιεπίσκοπο, δεν υπάγεται στον Πατριάρχη άμεσα και αυτό σημαίνει ότι ο Κύπριος Αρχιεπίσκοπος υπήρξε αρχηγός του μιλλέτ των ορθοδόξων και είχε μεγάλη δύναμη. Ο Κυπριανός είχε επομένως όχι μόνο θρησκευτικό αλλά και πολιτικό ρόλο κάτι που έδωσε και διαφορετική διάσταση και αίγλη στον απαγχονισμό του.
Πριν τις σφαγές του 1821 ο Οθωμανός διοικητής φοβόταν ότι οι Κύπριοι θα εξεγείρονταν καθώς οι Έλληνες Ορθόδοξοι ήταν πλειοψηφία, περίπου τα ¾, (όπως ακριβώς ήταν η αναλογία Χριστιανών-Μουσουλμάνων και στην Κρήτη) και ζήτησε ενισχύσεις πριν τις σφαγές. Κατέφθασαν 4.000 Παλαιστίνιοι και Άραβες για να αποκατασταθεί η τάξη πριν την Επανάσταση. Οι Οθωμανοί επομένως φοβόντουσαν. Το αναφέρει ο ίδιος ο Τούρκος διοικητής που ζητά στρατό γιατί οι Χριστιανοί είναι πλειοψηφία και υπάρχει φόβος όπως λέει μήπως τους σφάξουν.
Ιδιαίτερα σημαντική επισήμανση για την Ελληνική Επανάσταση είναι ότι αντίστοιχοι αριθμοί στρατιωτικής δύναμης στάλθηκαν στη Σμύρνη και στις Μικρασιατικές πόλεις. Αν οι χιλιάδες στρατιώτες δεν πήγαιναν στη Μ. Ασία και στην Κύπρο η τύχη της Επανάστασης θα ήταν διαφορετική. Το γεγονός ότι η Τουρκία χρειάστηκε να έχει χιλιάδες στρατιωτών στην Κύπρο και στη Μ. Ασία, αυτό είναι μια μεγάλη υπηρεσία των δικών μας περιοχών στην Επανάσταση του 1821.

-(μαθήτρια Καλογιαννίδου Ελισσάβετ): Επειδή αναφερθήκατε στους Φιλικούς πριν στο λόγο σας, τελικά πόσο καθοριστικός ήταν ο ρόλος τους για τη μορφή του αγώνα;
-(κος Παπαπολυβίου): Η δράση των Φιλικών ξεκινά στην Οδησσό. Αν δείτε το χάρτη είναι να απορείτε. Μακριά από τον τόπο που γεννήθηκαν, από τις πατρίδες τους και όμως είχαν την άνεση-που δεν υπήρχε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία- να οργανωθούν και να φτιάξουν την Επανάσταση. Το γεγονός βέβαια ότι οι εμιγκρέδες, οι απόδημοι φτιάχνουν την Επανάσταση δεν είναι μόνο ίδιον δικό μας. Το ίδιο μπορούμε να το βρούμε και σε άλλες μεγαλύτερες χώρες που δημιουργούν επαναστάσεις. Κύπριους βέβαια δε βρίσκουμε πολλούς στους επίσημους καταλόγους με τα μέλη της Φιλικής (περίπου 6 ή 8). Εκείνο όμως που είναι σημαντικό είναι ότι όταν τον Οκτώβρη του 1820, βρίσκεται επιτέλους ο αρχηγός της Φιλικής, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης , γίνεται ένα μεγάλο συνέδριο στο Ισμαήλιο. Τότε φτιάχνουν το Γενικό Σχέδιο της Επανάστασης που ήταν πολύ οργανωμένο και λεπτομερειακό. Εκεί υπάρχει η αναφορά στην Κύπρο. Πιο συγκεκριμένα λέει ότι ο αρχιεπίσκοπος της Κύπρου υποσχέθηκε να τους στείλει χρήματα και υλικά και τρόφιμα για την εξέγερση στην Πελοπόννησο και προσθέτει ότι έχει χρέος να φροντίσει να προστατεύσει το ποίμνιό του, το λαό του από τους κατοίκους και τους εχθρούς. Επομένως οι Φιλικοί μέσα στη σοφία τους, γιατί είχαν προετοιμαστεί οι άνθρωποι, γνώριζαν και ένιωθαν ότι επειδή η Κύπρος αλλά και τα νησιά της Μ. Ασίας και η Σμύρνη ήταν πολύ κοντά στο Οθωμανικό κέντρο κινδύνευαν από την Οθωμανική αντεκδίκηση. Γι’ αυτό δουλειά της Κύπρου ήταν να στείλει χρήματα και του Αρχιεπισκόπου να βρει τρόπο να προστατεύσει τον κόσμο.
-(μαθήτρια Μπεθάνη Ελένη): Εκτός από τους Φιλικούς υπήρχε παρουσία στην Κύπρο Ελλαδιτών αγωνιστών για την ευόδωση του αγώνα;
-(κος Παπαπολυβίου): Οι κύριοι αγωνιστές, Επαναστάτες ήταν οι ναυτικοί. Μάλιστα οι ναυτικές νήσοι: Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά είναι πολύ μικρά νησιά αλλά διέθεταν το πιο σημαντικό ναυτικό της Μεσογείου με εκατοντάδες καράβια. Είχαν επωφεληθεί από τους προηγούμενους πολέμους, τους Ναπολεόντειους, τους Ρωσοτουρκικούς και από το 1821 και μετά ήταν οι απόλυτοι κύριοι των θαλασσίων δρόμων και παρόλο που η Κύπρος ήταν μακριά σε μίλια, από τα μέσα του 1821 και κυρίως από τα επόμενα χρόνια το 1823 και 1824 μέχρι και το 1830 κυριαρχούν γύρω από την Κύπρο, ως πειρατές, ως κουρσάροι. Επομένως ένας από τους τρόπους αγώνα τους ήταν οι καταδρομές. Έρχονταν έξω από τα λιμάνια της Κύπρου, έβλεπαν ένα καράβι να φεύγει, το πλησίαζαν και το κούρσευαν είτε ήταν Ευρωπαϊκό είτε ήταν Οθωμανικό κατά προτίμηση.
Όταν πήραν θάρρος άρχισαν να αποβιβάζονται και στην Κύπρο. Υπάρχει σχετική μαρτυρία που συνδέεται με το χωριό μου τη Λάπηθο (στο οποίο έγινε η εισβολή το 1974). Στις ίδιες ακτές υπάρχει η παράδοση ότι αποβιβάστηκε ο Κωνσταντίνος Κανάρης το 1821. Αυτό βέβαια ακόμη το ψάχνουμε. Δεν έχουμε βρει στοιχεία. Είναι ωστόσο η παράδοσή μας. Γνωρίζουμε ωστόσο ότι πέρασε από εδώ ο Σαχτούρης και ο Μιαούλης με τον Κανάρη αργότερα φεύγοντας από την Αλεξάνδρεια. Έχουμε μαρτυρίες ότι το 1825 ήρθαν 10 καράβια Επαναστατών και αποβιβάστηκαν εκεί που είναι η Αγία Νάπα, περίπου στην Αμμόχωστο απέξω και έκαναν μάχη με τους Οθωμανούς. Αυτά όμως είναι περιστασιακά περιστατικά.
Επίσης οι κύπριοι αγωνιστές του Ναυπλίου είχαν σχέδια και ζήτησαν από τη Διοίκηση να οργανωθεί μια συγκροτημένη εκστρατεία για την Κύπρο. Έπρεπε όμως να βρεθούν χρήματα γι’ αυτό. Υπάρχουν δεκάδες έγγραφα σχετικά με το γεγονός. Εκείνο ωστόσο που είναι σημαντικό, είναι ότι αρκετοί φεύγοντας πήραν μαζί τους και τους Κυπρίους για τον αγώνα.
Οι Ελλαδίτες αγωνιστές κατέβαιναν από τα καράβια στους όρμους για να πάρουν τρόφιμα και νερό. Έχουμε λοιπόν μαρτυρίες ότι κάποιοι Κύπριοι των παράλιων μερών έβλεπαν τα κουρσάρικα και καθώς ήξεραν ότι είναι ελληνικά πολεμικά επιβιβάζονταν. Επίσης υπάρχουν σχετικές βιβλιογραφικές αναφορές. Επιπλέον υπάρχουν Κύπριοι αγωνιστές που στην Επανάσταση είχαν υπό τις διαταγές τους 100, 200 και 300 αγωνιστές.

-(μαθήτρια: Μπεθάνη Ελένη): Επομένως η συμβολή των Κυπρίων στον αγώνα ήταν πιο έμμεση;
-(κος Παπαπολυβίου): Ναι, αλλά και αυτό είναι υπό έρευνα. Επειδή στη δεκαετία του 50 υπήρχε μια κορύφωση του αγώνα για την ένωση της Κύπρου, τότε υπήρχαν αρκετά βιβλία και άρθρα για τη συμμετοχή των Κυπρίων στην Ελληνική Επανάσταση και υπήρχε τάση στη βιβλιογραφία να στρογγυλεύουν τα νούμερα (αν ήταν δέκα αγωνιστές, ο αριθμός αυτός θα μπορούσε να γίνει εκατό). Αυτό βέβαια είναι κάτι που συμβαίνει σε όλους τους πολέμους. Το πρόβλημα όμως με τη μελέτη των αρχείων είναι ότι δεν υπήρχαν επίθετα. Υπήρχαν πολλοί ανώνυμοι αγωνιστές με τοπικά επίθετα. Έχω βρει εκατοντάδες αγωνιστές που τα επίθετά τους ήταν Κυπραίος ή Κύπριος και είναι τεράστιο το πρόβλημα της ταύτισης των προσώπων. Το ίδιο συνέβη και άλλους όπως οι Σμυρνιοί, οι Μπουρνοβίτες και οι Θεσσαλονικείς. Απαιτείται συστηματική δουλειά για τις αντιστοιχίσεις. Προσωπικά υπολογίζω 500 με 600 Κυπρίους. Αρκετούς με επίθετα τους βρίσκουμε από τις πρώτες μάχες του αγώνα. Έναν επιφανή Φιλικό, δεξί χέρι του Παπαφλέσσα τον βρίσκουμε από το Δεκέμβρη του 1820 να προετοιμάζει την Επανάσταση. Γίνεται Γενικός γραμματέας του πρώτου Υπουργείου Παιδείας από το1822. Πολλοί από αυτούς που γλιτώνουν από τις σφαγές του 1821, πηγαίνουν στην Ευρώπη και η πρώτη τους δουλειά είναι να πάρουν μέρος στην Επανάσταση, δηλαδή έχουμε μια συνεχή ροή Κυπρίων. Τους βρίσκουμε και το 1826 και το 1827. Μετέχουν στην Επανάσταση γιατί δεν αντέχουν την καταπίεση ενώ τα ¾ από αυτούς έμειναν στην Ελλάδα και δεν επέστρεψαν γιατί έμαθαν να ζουν ελεύθεροι. Αγωνίστηκαν για την ελευθερία του κομματιού που απελευθερώθηκε με τα Πρωτόκολλα της Ανεξαρτησίας και εγκαταστάθηκαν στη Σύρο κυρίως, στο Ναύπλιο και στην Αθήνα όταν απελευθερώθηκε.

-(μαθητής: Κασιμάτης Δημήτρης): Θα μπορούσατε να μας αναφέρετε κάποιο ξεχωριστό παράδειγμα Κυπρίων που συμμετείχαν στην Επανάσταση είτε έχουν σχέση με κάποια μάχη είτε με την προετοιμασία του αγώνα;
-(κος Παπαπολυβίου): Ωραία ερώτηση. Ευκαιρία να συζητήσουμε ποιο είναι το σημαντικό στην Ιστορία. Αν διαβάσει κανείς τα Απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη, του Καραϊσκάκη ακόμη και του Παπαφλέσσα που ήταν αρκετά «κακός» καθώς είχε την τάση για εμφυλίους ίντριγκες και παρασκήνια, στο τέλος θα νιώσει θαυμασμό που πολέμησε μόνος του εναντίον του Ιμπραήμ. Επειδή δυστυχώς ασχολούμαι με πολλούς πολέμους εδώ και αρκετά χρόνια, με ενδιαφέρουν τελικά οι μικροιστορίες. Ο απλός, ανώνυμος παππούς. Τους λέω παππούδες γιατί έχω γνωρίσει εκατοντάδες πολεμιστές. Βέβαια στην Κύπρο έχουμε και τον πόλεμο του 74 και εκείνοι που πολέμησαν ήταν τέσσερα, πέντε χρόνια μεγαλύτεροί μου. Κάθε ιστορία έχει τη σημασία της και είναι ευκαιρία πια για μας να αναζητήσουμε αυτές τις μικροιστορίες. Για τον Κολοκοτρώνη για παράδειγμα έχουν γραφτεί τα πάντα. Σήμερα για παράδειγμα ένας ιστορικός θα μπορούσε να γράψει πόσοι ήταν οι προηγούμενοι ιστορικοί που ασχολήθηκαν μαζί του. Αλλά για τον απλό, ανώνυμο πολεμιστή του Κολοκοτρώνη το ζήτημα είναι να βρεθούν τα χειρόγραφα και τα έγγραφα και να μη καταλήξει να είναι μυθιστορηματικός ήρωας. Οι Κύπριοι που έχουν επώνυμα είναι επί το πλείστον γόνοι πλουσίων οικογενειών. Πηγαίνουν στην Βενετία και στην Τεργέστη και καταλήγουν στην επαναστατημένη Ελλάδα. Επειδή είναι μορφωμένοι έχουν την τύχη των Φαναριωτών. Τους χρειάζεται η διοίκηση. Επίσης υπάρχουν και κληρικοί που παίρνουν αξιώματα πληθωριστικά: αντιστράτηγοι, χιλίαρχοι, εκατόνταρχοι, χωρίς να είναι κατ’ ανάγκη αξιωματικοί. Τις πιο ενδιαφέρουσες ιστορίες τις έχουν όμως οι απλοί άνθρωποι. Κάποιος Κύπριος αγωνιστής από ένα μικρό χωριό της Πάφου, πολέμησε στο Μεσολόγγι και γλίτωσε. Γύρισε στην Κύπρο αργότερα ως Έλληνας υπήκοος. Έφερε μαζί του διαβατήριο (πασπόρτι) και το όνομά του έγινε Πασαπόρτης. Επίσης έφερε μαζί του ένα μύλο, ένα σπαθί και ένα ντουφέκι. Το μόνο που βρήκα ήταν ο μύλος από μια εγγονή του. Στην οικογένεια θεωρούσαν ότι είναι απλός χρηστικός μύλος. Όταν τον εξέτασε ειδικός μουσειολόγος ανέφερε πως ήταν μύλος για πυρίτιδα. Στο χωριό του έγιναν εκδηλώσεις και θα ακολουθήσει συνάντηση με τους απογόνους. Αυτές οι ιστορίες έχουν μεγαλύτερη αξία/
-(μαθήτρια Καλογιαννίδου Ελισσάβετ): Κλείνοντας θα θέλαμε να ακούσουμε μια αποτίμηση για την Επανάσταση και κάποια συμπεράσματα.
-(κος Παπαπολυβίου): Η Κύπρος δεν απουσίασε από τον Επαναστατικό αγώνα, ούτε θα μπορούσε να απουσιάσει, όπως δεν απουσίασε ούτε το Καστελόριζο, ούτε η Σύμη ούτε η Κρήτη (που επαναστάτησε κιόλας). Οι Κύπριοι δικαιούνται να νιώθουν συνδημιουργοί του Ελληνικού κράτους. Τον αγώνα τον έκαναν οι απανταχού Έλληνες και συνεχίστηκε το 19ο αιώνα. Ο Καποδίστριας όταν το 1827 τον ρώτησαν οι Εγγλέζοι ποια είναι τα όρια της Ελλάδας έγραψε : Αν δούμε που μιλούν την Ελληνική γλώσσα, που πιστεύουν το Χριστιανισμό και επίσης εκεί που έγιναν σφαγές. Αναφέρει τις Κυδωνιές, τα Ψαρά και την Κύπρο. Το 1828 στον Πόρο στη Διάσκεψη των Πρέσβεων ξαναβάζει την Κύπρο και τη Ρόδο μέσα στις βλέψεις για τα σύνορα της Ελλάδας. Τελικά η Κύπρος δεν συμπεριλήφθηκε. Ωστόσο είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι υπάρχουν και αναφορές Κυπρίων από το 1828 που ζητούν από τον Καποδίστρια να μπουν στο υπό διαμόρφωση Ελληνικό κράτος. Η όποια Μεγάλη Ιδέα που έρχεται πολύ αργότερα, για την Κύπρο είχε δημιουργηθεί αμέσως με το που υπήρξε πιθανότητα να απελευθερωθεί ένα κομμάτι Ελληνικό. Οι Κύπριοι έδωσαν το παρόν και είπαν βάλτε μας μέσα. Ο επόμενος πρωθυπουργός που θα μιλήσει για την Κύπρο ήταν εκατό χρόνια αργότερα, ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Εμείς μπορεί να το θεωρούμε αυτονόητο αλλά υπήρχαν τόσα πολλά προβλήματα στην Ιστορία του 19ου αιώνα και πάλι καλά.
Ένα ιστορικό παράπονο είναι ότι η δική μου γενιά μεγάλωσε με την αίσθηση ότι η Ελλάδα είναι πολύ μακριά. Αυτό μας ειπώθηκε το 1974 όταν η Ελλάδα δε μπόρεσε να βοηθήσει την Κύπρο. Και όμως είδαμε πριν ότι τα κουρσάρικα από την Ύδρα και τα Ψαρά έρχονταν με μεγάλη άνεση το 1821. Βέβαια ήταν διαφορετική ιστορική περίοδος. Αυτό πικραίνει ασφαλώς, αλλά έγινε…

Παπαπολυβίου Πέτρος: Καθηγητής Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου. Γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1960 και μέχρι την τουρκική εισβολή του 1974 κατοικούσε στη Λάπηθο της επαρχίας Κερύνειας. Από τον Οκτώβριο του 1974 η οικογένεια του εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Είναι πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της ίδιας σχολής. Τα ερευνητικά ενδιαφέροντα και οι επιστημονικές του δημοσιεύσεις επικεντρώνονται στην ιστορία του κυπριακού ενωτικού κινήματος, με έμφαση στη μελέτη του κυπριακού εθελοντισμού, και στη δεκαετία του 1940 στην Ελλάδα. Έχει δημοσιεύσει δεκάδες ιστορικές μελέτες σε επιστημονικά περιοδικά, συλλογικούς τόμους και βιβλία.

Δημοσιογραφική Ομάδα
Βασίλης Διαμαντόπουλος
Ελευθέριος Δαφέρμος
Δημήτριος Κασιμάτης
Ελισσάβετ Καλογιαννίδου
Νίκος Κλαυδιανός
Μαρία Κορωνιού
Αλεξάνδρα Μπάκα
Ελένη Μπεθάνη
Φωτεινή Σοφού
Δέσποινα Πανηγυράκη
Νικήτας Πετρίδης
Κανταρτζής Σπυρίδων(Φωτογραφία)
Φωτεινάκης Ιωάννης (Τεχν.Υποστ.)